Το χαμόγελο του σκύλου
Από το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι”
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΚΑΡΕΝΙΝ
Ο Καρένιν τη συνόδευε πάντοτε. Είχε μάθει να γαβγίζει πίσω απ’ τις νεαρές αγελάδες, όταν έδειχναν πολύ χαρούμενες και ήθελαν ν’ απομακρυνθούν απ’ τις άλλες· ήταν φανερό ότι το έκανε με ευχαρίστηση. Απ’ όλη αυτή την τριάδα ήταν ο πιο χαρούμενος. Ποτέ άλλοτε η λειτουργία του ως «φύλακα του ωρολογίου» δεν είχε γίνει τόσο σχολαστικά σεβαστή όσο εδώ, όπου δεν χωρούσε κανένας αυτοσχεδιασμός. Εδώ ο χρόνος μέσα στον οποίο ζούσαν η Τερέζα και ο Τόμας προσέγγιζε την ακρίβεια του χρόνου του Καρένιν.
Mια μέρα, μετά το μεσημεριανό φαγητό (ήταν η στιγμή που κι οι δυο τους είχαν μια ώρα ελεύθερη), έκαναν έναν περίπατο με τον Καρένιν στην πλαγιά του λοφίσκου πίσω απ’ το σπίτι.«Δεν μ’ αρέσει έτσι
όπως τρέχει», είπε η Τερέζα.
Ο Καρένιν κούτσαινε απ’ το αριστερό του πόδι. Ο Τόμας έσκυψε και έψαυσε το πόδι του. Ανακάλυψε ένα μικρό γρουμπούλι στο μηρό.
Την επομένη, τον πήρε μαζί στο διπλανό κάθισμα στο φορτηγό και σταμάτησε στο γειτονικό χωριό όπου κατοικούσε ο κτηνίατρος. Πέρασε μια βδομάδα αργότερα να τον ξαναδεί και επέστρεψε, αναγγέλλοντας ότι ο Καρένιν είχε καρκίνο.
Τρεις μέρες αργότερα, τον εγχείρησε ο ίδιος μαζί με τον κτηνίατρο. Όταν τον έφερε στο σπίτι, ο Καρένιν δεν είχε ακόμα ξυπνήσει από την αναισθησία. Ήταν ξαπλωμένος πάνω στο χαλί, είχε τα μάτια του ανοιχτά και βογκούσε. Πάνω στο μηρό, το τρίχωμα ήταν ξυρισμένο και είχε μια πληγή με έξι ράμματα.
Λίγο αργότερα, προσπάθησε να σηκωθεί. Μάταια, όμως. Η Τερέζα φοβήθηκε: κι αν ποτέ πια δεν μπορούσε να περπατήσει;
«Μη φοβάσαι τίποτα, είπε ο Τόμας, είναι ακόμα κάτω από την επίδραση του αναισθητικού».
Εκείνη προσπάθησε να τον ανασηκώσει, άλλα αυτός της έδειξε τα δόντια του. Ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσε να τη δαγκώσει!
«Δεν ξέρει ποια είσαι, είπε ο Τόμας, δεν σε αναγνωρίζει».
Τον ξάπλωσαν δίπλα στο κρεβάτι τους κι εκεί γρήγορα αποκοιμήθηκε. Κοιμήθηκαν κι εκείνοι, με τη σειρά τους.
Τους ξύπνησε ξαφνικά γύρω στις τρεις το πρωί. Κουνούσε την ουρά του και ποδοπατούσε την Τερέζα και τον Τόμας. Τριβόταν απάνω τους, άγρια, ασταμάτητα.
Ήταν επίσης η πρώτη φορά που τους ξυπνούσε! Πάντοτε περίμενε να ξυπνήσει ο ένας απ’ τους δυο τους για να πηδήξει πάνω στο κρεβάτι τους.
Τη φορά αυτή, όμως, δεν είχε καταφέρει να συγκρατηθεί, όταν ξαφνικά συνήλθε εντελώς μέσα στη μέση της νύχτας. Ποιος ξέρει από τι μακρινούς τόπους γύριζε! Ποιος ξέρει τι φαντάσματα είχε συναντήσει! Και τώρα, βλέποντας ότι ήταν στο σπίτι του και αναγνωρίζοντας τα πρόσω πα που του ήσαν τα πιο οικεία, δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό του από το να τους δείξει την τρομερή του χαρά, τη χαρά που δοκίμαζε για την επιστροφή του και για την καινούρια του γέννηση.
Στην αρχή-αρχή της Γένεσης, γράφει ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να άρχει «των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών». Βεβαίως, τη Γένεση τη συνέταξε ένας άνθρωπος κι όχι ένα άλογο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, ότι ο Θεός είχε πραγματικά θελήσει να βασιλεύει ο άνθρωπος στα άλλα πλάσματα. Είναι πιο πιθανό ότι ο άνθρωπος επινόησε το Θεό για να καθαγιάσει την εξουσία που σφετερίστηκε πάνω στην αγελάδα και στο άλογο.
Ναι, το δικαίωμα να σκοτώνει ένα ελάφι ή μια αγελάδα, είναι το μόνο πράγμα για το οποίο ολόκληρη η ανθρωπότητα βρίσκεται αδελφικά σύμφωνη, ακόμα και στη διάρκεια των πιο αιματηρών πολέμων.
Το δικαίωμα αυτό μας φαίνεται αυτονόητο, γιατί είμαστε εμείς που βρισκόμαστε στην κορυφή της ιεραρχίας. Θα έφτανε όμως να παρέμβει ένας τρίτος στο παιχνίδι, για παράδειγμα ένας επισκέπτης που θα είχε έρθει από έναν άλλο πλανήτη και στον οποίο ο Θεός θα είχε πει «θα άρ χεις των πλασμάτων όλων των άλλων αστέρων», για να τεθεί αμέσως υπό αμφισβήτηση όλος ο προφανής χαρακτήρας της Γένεσης. Ο άνθρωπος δεμένος σε μια άμαξα από έναν Αριανό, ή ψητός στη σούβλα από έναν κάτοικο του Γαλαξία, θα θυμόταν ίσως τότε τη μοσχαρίσια μπρζόλα που είχε τη συνήθεια να τεμαχίζει στο πιάτο του και θα ζητούσε (πολύ αργά) συγγνώμη απ’ την αγελάδα.
Η Τερέζα προχωρεί με το κοπάδι απ’ τις δαμάλες της, τις σπρώχνει μπροστά της, υπάρχει πάντοτε κάποια που πρέπει να τη μαλώνεις, γιατί οι νεαρές αγελάδες έχουν κέφια και απομακρύνονται απ’ το δρόμο για να τρέξουν στους αγρούς.
Ο Καρένιν τη συνοδεύει. Είναι ήδη δυο χρόνια που την ακολουθεί, μέρα με την ημέρα στη βοσκή. Συνήθως τον
διασκεδάζει πολύ να κάνει τον αυστηρό στις αγελάδες, να γαβγίζει πίσω απ’ αυτές και να τις μαλώνει (ο δικός του Θεός του έχει αναθέσει να άρχει των αγελάδων και είναι περήφανος γι’ αυτό). Σήμερα, όμως, βαδίζει με πολύ κόπο και τριποδίζει. Στο τέταρτο πόδι, έχει μια πληγή που ματώνει. Κάθε δυο λεπτά η Τερέζα σκύβει και του χαϊδεύει τη ράχη. Δεκαπέντε μέρες μετά την εγχείρηση, είναι φανερό ότι ο καρκίνος δεν έχει θεραπευθεί κι ότι ο Καρένιν πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο.
Στο δρόμο, συναντούν μια γειτόνισσα που πηγαίνει στο σταύλο, φορώντας τις γαλότσες της. Η γειτόνισσα σταματάει:
«Τι έχει το σκυλί σας; Θα έλεγε κανείς ότι κουτσαίνει!».
Η Τερέζα απαντάει: «Έχει καρκίνο. Είναι καταδικασμένο» και νιώθει το λαιμό της να σφίγγεται και δεν μπορεί να μιλήσει.
Η γειτόνισσα βλέπει τα δάκρυα της Τερέζας και σχεδόν θυμώνει: «Για τ’ όνομα του Θεού, δεν θα βάλετε τα κλάματα για ένα σκυλί!».
Δεν το είπε με κακία, είναι καλή, το είπε μάλλον για να παρηγορήσει την Τερέζα. Η Τερέζα το ξέρει, μένει πια πολύ καιρό στο χωριό και ξέρει ότι αν οι χωρικοί αγαπούσαν τα κουνέλια τους όσο εκείνη αγαπάει τον Καρένιν, δεν θα μπορούσαν να σκοτώσουν κανένα και δεν θ’ αργούσαν να πεθάνουν από πείνα, ανάμεσα στα ζώα τους. Ωστόσο, η παρατήρηση της γειτόνισσας της φάνηκε εχθρική. «Ξέρω», απάντησε χωρίς να διαμαρτυρηθεί, αλλά βιάζεται να γυρίσει την πλάτη της και να συνεχίσει το δρόμο της.
Αισθάνεται μόνη της με την αγάπη της για το σκυλί της. Σκέφτεται, χαμογελώντας μελαγχολικά, ότι πρέπει να την κρύψει ακόμα πιο προσεκτικά, παρά αν έπρεπε να κρύψει μια απιστία.
Η αγάπη για ένα σκυλί σκανδαλίζει. Αν η γειτόνισσα μάθαινε ότι απατού σε τον Τόμας, θα της έδινε χαρωπά ένα χαϊδευτικό χτύπημα στην πλάτη, με ύφος συνένοχο!
Συνεχίζει, λοιπόν το δρόμο της με τις αγελάδες της που σκουντουφλάνε η μια πάνω στην άλλη, και σκέφτεται ότι είναι πολύ συμπαθητικά ζώα. Ειρηνικά, χωρίς πονηριά, μερικές φορές έχουν μια παιδιάστικη ευθυμία: θα έλεγε κανείς ότι είναι χοντρές πενηντάρες κυρίες που παριστάνουν, ότι είναι γύρω στα δεκατέσσερα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκινητικό από τις αγελάδες όταν παίζουν.
Η Τερέζα τις κοιτάζει με τρυφερότητα και λέει στον εαυτό της (είναι μια ιδέα που τις επανέρχεται ακατανίκητη εδώ και δυο χρόνια) ότι η ανθρωπότητα ζει σαν παράσιτο της αγελάδας όπως η ταινία ζει σαν παράσιτο του ανθρώπου: είναι κολλημένη στα μαστάρια της σαν βδέλλα. Ο άνθρωπος είναι παράσιτο της αγελάδας, αυτός είναι πιθανότατα ο ορισμός που ένας μη-άνθρωπος θα μπορούσε να δώσει για τον άνθρωπο στη δική του ζωολογία.
Μπορεί κανείς να θεωρήσει τον ορισμό αυτό σαν ένα απλό αστεϊσμό και να χαμογελάσει με συγκατάβαση. Αν όμως η Τερέζα τον αντιμετωπίζει στα σοβαρά, τότε βρίσκεται σε γλιστερό κατήφορο. Αυτές οι ιδέες είναι επικίνδυνες και την απομακρύνουν απ’ την ανθρωπότητα. Ήδη, στη Γένεση, ο θεός επιφόρτισε τον άνθρωπο με το να άρχει των ζώων, αλλά αυτό μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς λέγοντας ότι του δάνεισε αυτή την εξουσία. Ο άνθρωπος δεν ήταν ο ιδιοκτήτης, άλλα μόνον ο δια χειριστής του πλανήτη, και μια μέρα θα έπρεπε να δώσει λογαριασμό για τη διαχείριση.
Ο Καρτέσιος έκανε το αποφασιστικό βήμα: Θέλει τον άνθρωπο «κύριο και κάτοχο της φύσης». Το ότι ακριβώς αυτός είναι εκείνος που αρνείται κατηγορηματικά ότι τα ζώα έχουν δικαίωμα σε μια ψυχή, είναι σίγουρα μια σπουδαία σύμπτωση. Ο άνθρωπος είναι ο ιδιοκτήτης και ο κύριος, ενώ το ζώο, λέει ο Καρτέσιος, δεν είναι παρά ένα αυτόματο, μια «machinaanimata».
Όταν ένα ζώο βογκάει, αυτό δεν είναι ένα παράπονο, δεν είναι παρά οι τριγμοί μιας μηχανής που λειτουργεί άσχημα. Όταν τρίζει η ρόδα ενός καροτσιού, αυτό δεν σημαίνει ότι το καρότσι πονάει, αλλά ότι δεν είναι λαδωμένο. Έτσι πρέπει να εξηγεί κανείς τα παράπονα του ζώου και δεν χρειάζεται να διαμαρτύρεται πάνω από ένα σκυλί που το κομματιάζουν ζωντανό μέσα σ ένα εργαστήριο.
Οι αγελάδες βόσκουν σ’ ένα λιβάδι, η Τερέζα είναι καθισμένη σ’ ένα κούτσουρο και ο Καρένιν είναι ξαπλωμένος στα πόδια της, με το κεφάλι του στα γόνατα της. Η Τερέζα χαϊδεύει το κεφάλι του που είναι ήσυχα ακουμπισμένο στα γόνατα της. Σκέφτεται πάνω-κάτω τα εξής: δεν αξίζει καθόλου τον κόπο να συμπεριφέρεται κανείς καλά στους όμοιους του. Η Τερέζα είναι αναγκασμένη να είναι εντάξει με τους άλλους κατοίκους του χωριού, αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει εκεί, κι ακόμα με τον Τόμας είναι υποχρεωμένη να φέρεται σαν γυναίκα που αγαπάει γιατί τον έχει ανάγκη τον Τόμας.
Ποτέ δεν μπορεί να προσδιορίσει κανείς με βεβαιότητα μέχρι ποιο σημείο οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι το αποτέλεσμα των αισθημάτων μας, της αγάπης μας, της μη-αγάπης μας, της καλοσύνης ή του μίσους μας, και μέχρι ποιο σημείο είναι εκ των προτέρων επηρεασμένες από το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στα άτομα.
Η αληθινή καλοσύνη του ανθρώπου δεν μπορεί να φανερωθεί με απόλυτη καθαρότητα και απόλυτη ελευθερία παρά μόνον απέναντι σ’ αυτούς που δεν εκφράζουν καμιά δύναμη. Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας (η πιο ριζική, που είναι τοποθετημένη τόσο βαθιά ώστε να ξεφεύγει απ’ το βλέμμα μας), είναι οι σχέσεις με αυτούς που είναι στο έλεος μας: τα ζώα. Κι εδώ είναι που τοποθετείται η μεγαλύτερη αποτυχία του ανθρώπου, μια καταστροφή βασική από την οποία απορρέουν όλες οι υπόλοιπες.
Μια αγελάδα έχει πλησιάσει την Τερέζα, έχει σταματήσει και την παρατηρεί για πολλή ώρα με τα μεγάλα καστανά της μάτια. Η Τερέζα τη γνωρίζει. Την φωνάζει Μαργαρίτα. Θα ήθελε να δώσει ένα όνομα σε κάθε αγελάδα αλλά δεν μπόρεσε. Πρώτα, έτσι σίγουρα θα συνέβαινε καμιά τριανταριά χρόνια πριν, όλες οι αγελάδες του χωριού είχαν ένα όνο μα. (Κι αν το όνομα είναι ένα σημάδι της ψυχής, μπορώ να πω ότι είχαν ψυχή, αρέσει δεν αρέσει στον Καρτέσιο). Το χωριό όμως έγινε μετά μια μεγάλη συνεταιριστική βιομηχανία και οι αγελάδες περνούν όλη τους τη ζωή μέσα σε δυο τετραγωνικά που τους αναλογούν στο σταύλο. Δεν έχουν πια όνομα και δεν είναι πια παρά «machinaeanimatae». Ο κόσμος δικαίωσε τον Καρτέσιο.
Έχω πάντα στα μάτια μου την Τερέζα, καθισμένη πάνω σ’ ένα κούτσουρο, χαϊδεύει το κεφάλι του Καρένιν και συλλογίζεται την αποτυχία της ανθρωπότητας.
Ταυτόχρονα, μια άλλη εικόνα μου εμφανίζεται: ο Νίτσε βγαίνει από ένα ξενοδοχείο του Τουρίνου. Βλέπει μπροστά του ένα άλογο κι έναν αμαξά που το χτυπάει με το καμουτσίκι. Ο Νίτσε πλησιάζει το άλογο, το αγκαλιάζει απ’ το λαιμό και κάτω απ’ τα μάτια του αμαξά ξεσπάει σε λυγμούς.
Αυτό συνέβαινε το 1889 και ο Νίτσε είχε ήδη, και αυτός επίσης, απομακρυνθεί από τους ανθρώπους. Μ’ άλλα λόγια: ήταν ακριβώς τη στιγμή εκείνη που εκδηλώθηκε η διανοητική του αρρώστια. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς εκεί τοποθετείται αυτό που δίνει στη χειρονομία του τη βαθιά της σημασία. Ο Νίτσε πήγε να ζητήσει από το άλογο συγνώμη για λογαριασμό του Καρτέσιου. Η τρέλα του (δηλαδή, το διαζύγιο του με την ανθρωπότητα) αρχίζει από τη στιγμή που κλαίει πάνω στο άλογο.
Κι είναι αυτός ο Νίτσε που αγαπάω, όπως αγαπάω την Τερέζα που χαϊδεύει πάνω στα γόνατα της το κεφάλι ενός σκύλου ετοιμοθάνατου. Τους βλέπω και τους δύο πλάι-πλάι: κι οι δύο απ’ το δρόμο όπου η ανθρωπότητα «κύριος και κάτοχος της φύσης», ακολουθεί την πορεία της προς τα εμπρός.
Ο Καρένιν είχε γεννήσει δύο κρουασάν και μία μέλισσα. Κοίταζε με έκπληξη το παράδοξο αποκύημα του. Τα κρουασάν κάθονταν ήσυχα, αλλά η μέλισσα, παραζαλισμένη, τρίκλιζε- γρήγορα πέταξε και εξαφανίστηκε.
Μόλις πριν από λίγο, η Τερέζα είχε δει αυτό το όνειρο. Όταν ξύπνησε το διηγήθηκε στον Τόμας και βρήκαν κι οι δυο τους εκεί κάτι παρήγορο: το όνειρο τούτο μετέβαλε την αρρώστια του Καρένιν σε εγκυμοσύνη και το δράμα του τοκετού είχε μια διέξοδο κωμική και τρυφερή μαζί: δυο κρουασάν και μια μέλισσα. Και πάλι, εκείνη γαντζώθηκε σε μια παράλογη ελπίδα.
Σηκώθηκε και ντύθηκε. Και στο χωριό, η μέρα της άρχιζε με τα ψώνια: πήγαινε στον μπακάλη ν’ αγοράσει γάλα, ψωμί, κρουασάν. Την ημέρα εκείνη όμως, όταν φώναξε τον Καρένιν να τη συνοδεύσει, το σκυλί μόλις που σήκωσε το κεφάλι του. Ήταν η πρώτη φορά που αρνιόταν να πάρει μέρος στην τελετουργία που ο ίδιος είχε πάντοτε τυραννικά απαιτήσει.
Έφυγε λοιπόν χωρίς εκείνον. «Πού είναι ο Καρένιν;» ρώτησε η πωλήτρια που του είχε ήδη έτοιμο ένα κρουασάν. Τη φορά αυτή ήταν η Τερέζα που μετέφερε μόνη της το κρουασάν στο καλάθι της. Μόλις έφτασε στο κατώφλι, το έβγαλε για να το δείξει στον Καρένιν. Ήθελε να έρθει μόνος του να το πάρει. Εκείνος όμως έμενε ξαπλωμένος και δεν κουνιόταν.
Ο Τόμας έβλεπε πόσο λυπημένη ήταν η Τερέζα. Πήρε μόνος του το κρουασάν στο στόμα του και έπεσε στα τέσσερα μπροστά στον Καρένιν. Έπειτα, πλησίασε αργά.
Ο Καρένιν τον κοίταζε, μια σπίθα ενδιαφέροντος φάνηκε ν’ ανάβει στα μάτια του, αλλά δεν σηκωνόταν. Ο Τόμας πλησίασε το πρόσωπο του πολύ κοντά στο μουσούδι του. Χωρίς να μετακινήσει το σώμα του, το σκυλί πήρε με το στόμα του ένα κομμάτι απ’ το κρουασάν που έβγαινε απ’ το στόμα του Τόμας.
Έπειτα, ο Τόμας άφησε το κρουασάν για να το πάρει ολόκληρο ο Καρένιν.
Ο Τόμας, πάντοτε πεσμένος στα τέσσερα, υποχωρεί, μαζεύεται, κι αρχίζει να γρυλίζει. Κάνει πως θέλει να πολεμήσει για το κρουασάν. Ο σκύλος απαντάει στον αφέντη του με το δικό του γρύλισμα. Επιτέλους Αυτό ήταν που περίμεναν! Ο Καρένιν είχε κέφι για παιχνίδι! Ο Καρένιν είχε ακόμα όρεξη για ζωή.
Αυτό το γρύλισμα, ήταν το χαμόγελο του Καρένιν κι εκείνοι ήθελαν να το κάνουν να κρατήσει όσο το δυνατό περισσότερο αυτό το χαμόγελο.
Και πάλι ο Τόμας, πάντοτε πεσμένος στα τέσσερα, πλησίασε το σκυλί και άρπαξε την άκρη του κρουασάν που έβγαινε απ’ το στόμα του σκύλου. Τα δυο τους πρόσωπα ήσαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, ο Τόμας αισθανόταν την αναπνοή του σκύλου και οι μακριές τρίχες που φύτρωναν γύρω από το μουσούδι του Καρένιν του γαργαλούσαν το πρόσωπο.
Ο σκύλος έβγαλε ένα ακόμα γρύλισμα και κούνησε βίαια το μουσούδι του. Ο καθένας τους είχε από μισό κομμάτι κρουασάν ανάμεσα στα δόντια του. Ο Καρένιν έκανε το παλιό του λάθος. Άφησε το δικό του κομμάτι του κρουασάν και θέλησε ν’ αρπάξει το κομμάτι που ο κύριος του είχε στο στόμα του. Όπως πάντοτε, είχε ξεχάσει πως ο Τόμας δεν ήταν σκύλος και πως είχε χέρια. Ο Τόμας δεν άφησε το κρουασάν του απ’ τα δόντια του και μάζεψε το μισό που είχε πέσει χάμω.
«Τόμας, φώναξε η Τερέζα, μη του παίρνεις το κρουασάν του!»
Ο Τόμας άφησε να πέσουν και τα δυο μισά μπροστά στον Καρένιν που γρήγορα κατάπιε το ένα, αλλά κράτησε το άλλο μέσα στο στόμα του, πεισματικά και για πολλή ώρα, για να δείξει περήφανος στα δυο του αφεντικά, ότι είχε κερδίσει το παιχνίδι.
Κοιτάζονταν κι έλεγαν συνέχεια πως ο Καρένιν χαμογελούσε και πως όσο χαμογελούσε, είχε ακόμα λόγο να ζει, κι ας ήταν καταδικασμένος.
Την επομένη, η κατάσταση του φάνηκε να βελτιώνεται. Έφαγαν για μεσημέρι. Ήταν η στιγμή όπου και οι δυο τους είχαν μια ώρα ελεύθερη και πήγαιναν το σκύλο να κάνει τη βόλτα του. Το ήξερε και, συνήθως, μερικά λεπτά πριν χοροπηδούσε γύρω τους με ύφος ανήσυχο, αλλά αυτή τη φορά όταν η Τερέζα πήρε το λουρί και το περιλαίμιό του, τους κοίταξε για πολλή ώρα χωρίς να κουνήσει. Ήταν σκυμμένοι μπροστά του και πάσχιζαν να φαίνονται χαρούμενοι (εξαιτίας του και για κείνον) για να του μεταδώσουν λίγη καλή διάθεση. Σε λίγο, λες και τους λυπήθηκε, το σκυλί πλησίασε κουτσαίνοντας πάνω στα τρία του πόδια και κάθισε να του περάσουν το λουρί.
«Τερέζα, είπε ο Τόμας, ξέρω ότι τα ‘χεις χαλάσει με τη φωτογραφική σου μηχανή. Παρ’ την όμως σήμερα μαζί!»
Η Τερέζα υπάκουσε. Άνοιξε το ντουλάπι για να ψάξει τη φωτογραφική μηχανή που ήταν χωμένη και ξεχασμένη σε μια γωνιά. Ο Τόμας ξανάρχισε: «Μια μέρα, θα είμαστε πολύ ευχαριστημένοι να έχουμε αυτές τις φωτογραφίες. Ο Καρένιν ήταν ένα κομμάτι απ’ τη ζωή μας.
– Τι θα πει ήταν, είπε η Τερέζα, σαν να την είχε δαγκώσει φίδι. Η φωτογραφική μηχανή ήταν μπροστά της, στο βάθος του ντουλαπιού, αλλά δεν έκανε ούτε μια κίνηση. Δε θα την πάρω. Δεν θέλω να πιστέψω ότι ο Καρένιν δεν θα υπάρχει πια. Μιλάς ήδη γι’ αυτόν στον παρατατικό!
-Μη θυμώνεις! είπε ο Τόμας.
-Δεν θυμώνω, είπε γλυκά η Τερέζα. Μήπως κι εγώ, πόσες φορές δεν έπιασα τον εαυτό μου να τον σκέφτεται στο παρελθόν! Πόσες φορές δεν τα ‘βαλα με τον εαυτό μου! Γι’ αυτό δεν θα την πάρω τη μηχανή.
Περπατούσαν στο δρόμο χωρίς να μιλούν. Το να μη μιλούν, ήταν ο μόνος τρόπος για να μη σκέφτονται τον Καρένιν στο παρελθόν. Δεν τον άφηναν απ’ τα μάτια τους και ήσαν αδιάκοπα μαζί του. Περίμεναν τη στιγμή που θα χαμογελούσε. Αλλά εκείνος δεν χαμογελούσε· το μόνο που έκανε ήταν να περπατάει, και πάντοτε στα τρία του πόδια.
«Το κάνει μόνο για μας, είπε η Τερέζα. Δεν ήθελε να 6γει έξω. Ήρθε μόνο για να μας ευχαριστήσει».
Ήταν θλιβερό αυτό που έλεγε, αλλά ήσαν ευτυχισμένοι παρ’ όλα αυτά, χωρίς να το συνειδητοποιούν. Ήσαν ευτυχισμένοι, όχι σε πείσμα της θλίψης, αλλά χάρη στη θλίψη. Κρατιόνταν απ’ το χέρι και είχαν κι οι δυο τους την ίδια εικόνα μπροστά στα μάτια τους: ένα κουτσό σκυλί που ενσάρκωνε δέκα χρόνια της ζωής τους.
Προχώρησαν λίγο ακόμα. Έπειτα, προς μεγάλη τους απογοήτευση, ο Καρένιν σταμάτησε και έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Χρειάστηκε να επιστρέψουν.
…Μια παλιά ιδέα της ερχόταν στο μυαλό: το σπιτικό της δεν ήταν ο Τόμας, ήταν ο Καρένιν. Ποιος θα κούρδιζε το ρολόι των ημερών τους όταν αυτός δεν θα υπήρχε πια;
Η Τερέζα βρισκόταν με τη σκέψη της στο μέλλον, σ’ ένα μέλλον χωρίς τον Καρένιν, κι εκεί ένιωθε εγκαταλελειμμένη.
Ο Καρένιν είναι ξαπλωμένος στη γωνιά του και βογκάει. Η Τερέζα πηγαίνει στον κήπο. Εξετάζει το χορτάρι ανάμεσα σε δυο μηλιές και σκέπτεται ότι εδώ θα θάψουν τον Καρένιν. Βυθίζει το τακούνι της στο χώμα για να χαράξει ένα ορθογώνιο στο χορτάρι. Θα είναι το μέρος του τάφου.
«Τι κάνεις;» τη ρώτησε ο Τόμας, που τη συνέλαβε εκεί ξαφνικά, όσο ξαφνικά τον είχε συλλάβει εκείνη μερικές ώρες νωρίτερα να διαβάζει ένα γράμμα.
Δεν απάντησε. Εκείνος έβλεπε ότι τα χέρια της έτρεμαν: για πρώτη φορά μετά από καιρό. Της τα πήρε στα δικά του. Τραβήχτηκε.
«Ο τάφος του Καρένιν;» Δεν απάντησε.
Η σιωπή της ερέθισε τον Τόμας. Ξέσπασε: «Με κατηγορείς ότι τον σκέφτομαι στο παρελθόν. Και συ τι κάνεις; θέλεις ήδη να τον θάψεις!»
Του γύρισε την πλάτη και μπήκε στο σπίτι.
Ο Τόμας πήγε στο δωμάτιο του και χτύπησε την πόρτα πίσω του.
Η Τερέζα την ξανάνοιξε λέγοντας: «Δεν σκέφτεσαι παρά μόνο τον εαυτό σου, θα μπορούσες τουλάχιστον να σκεφθείς κι αυτόν τούτη τη στιγμή. Κοιμόταν και τον ξύπνησες. Θα ξαναρχίσει να βογκάει».
Ήξερε πως ήταν άδικη (το σκυλί δεν κοιμόταν), ήξερε πως φερόταν όπως η πιο χυδαία γυναικούλα που θέλει να πληγώσει κάποιον και ξέρει πως να το κάνει.
Ο Τόμας μπήκε στις μύτες των ποδιών μέσα στο δωμάτιο, όπου ήταν ξαπλωμένος ο Καρένιν. Αλλά εκείνη δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο μαζί του. Ήταν σκυμμένοι πάνω στο σκυλί, ο καθένας από μια μεριά. Αυτή η κοινή κίνηση δεν ήταν μια κίνηση συμφιλιωτική. Το αντίθετο. Ο καθένας τους ήταν μόνος.
Η Τερέζα με το σκυλί της, ο Τόμας με το σκυλί του. Φοβάμαι ότι έτσι χωρισμένοι, ο καθένας μόνος του, θα μείνουν μαζί του ως την τελευταία στιγμή.
Γιατί η λέξη ειδύλλιο είναι μια λέξη τόσο σημαντική για την Τερέζα;
…Όσο ζούσε ο άνθρωπος στην εξοχή, ανάμεσα στη φύση, περιτριγυρισμένος από οικιακά ζώα, στον κλοιό των εποχών και της επανάληψης τους, διατηρούσε πάντοτε μέσα του κάτι, ακόμα κι αν δεν ήταν παρά μια αντανάκλαση αυτού του παραδεισιακού ειδυλλίου.
Στον Παράδεισο, όταν έσκυβε πάνω στην πηγή του, ο Αδάμ δεν ήξερε ακόμα τι έβλεπε, ήταν εκείνος. Δεν θα είχε καταλάβει την Τερέζα που, όταν ήταν μικρή, στηνόταν μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσε μέσα απ’ το κορμί της να διακρίνει την ψυχή της. Ο Αδάμ ήταν σαν τον Καρένιν. Συχνά για να διασκεδάσει, η Τερέζα τον έφερνε μπροστά στον καθρέφτη. Δεν αναγνώριζε την εικόνα του μέσα εκεί και την κοίταζε με ύφος αφηρημένο, με μια απίστευτη αδιαφορία.
Η σύγκριση με τον Καρένιν και τον Αδάμ με οδηγεί στην ιδέα, ότι στον Παράδεισο ο άνθρωπος δεν ήταν ακόμα άνθρωπος. Πιο συγκεκριμένα: ο άνθρωπος δεν είχε ακόμα εκτοξευθεί στην τροχιά του ανθρώπου. Εμείς οι υπόλοιποι έχουμε εκτοξευθεί σ’ αυτήν από πολύ καιρό και πετάμε στο κενό του χρόνου που ολοκληρώνεται σε ευθεία γραμμή. Υπάρχει, όμως ακόμα σε μας ένας λεπτός λώρος, που μας συνδέει με τον μακρινό ομιχλώδη Παράδεισο, όπου ο Αδάμ έσκυβε πάνω στην πηγή του και διαφορετικά απ’ ότι συνέβαινε με το Νάρκισσο, δεν υποπτευόταν, ότι ο αχνός κίτρινος λεκές που έβλεπε να εμφανίζεται εκεί ήταν αυτός ο ίδιος. Η νοσταλγία του Παραδείσου είναι η επιθυμία του ανθρώπου να μην είναι άνθρωπος.
Όταν ήταν μικρό κοριτσάκι κι έβρισκε τις σερβιέτες της μητέρας τη λερωμένες απ’ το αίμα της περιόδου, αηδίαζε και μισούσε τη μητέρα τη που δεν είχε ούτε καν τη σεμνότητα να τις κρύβει. Αλλά ο Καρένιν, που ήταν ένα θηλυκό σκυλί, είχε επίσης περίοδο. Την είχε κάθε έξι μήνες και κρατούσε δεκαπέντε μέρες. Για να μη λερώνει το διαμέρισμα, η Τερέζα τού έβαζε ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι ανάμεσα στα πόδια και του φορούσε μια απ’ τις παλιές της κιλότες, επιδέξια στερεωμένη στο κορμί της με μια μακριά κορδέλα. Για δεκαπέντε μέρες διασκέδαζε μ’ αυτή τη στολή.
Πως να εξηγήσει το γεγονός ότι η περίοδος μιας σκυλίτσας της προξενούσε μεγάλη τρυφερότητα, ενώ η δική της περίοδος της έφερνε αηδία; Η απάντηση μου φαίνεται εύκολη: ποτέ δεν έδιωξαν τον σκύλο από τον Παράδεισο. Ο Καρένιν δεν ξέρει τίποτα για τη δυαδικότητα του σώματος και της ψυχής και δεν ξέρει τι είναι η αηδία. Γι’ αυτό η Τερέζα αισθάνεται τόσο καλά και τόσο ήρεμα μαζί του. (Και γι’ αυτό είναι τόσο επικίνδυνο να μεταβάλλεις το ζώο σε ζωντανή μηχανή και να κάνεις την αγελάδα ένα αυτόματο παραγωγής γάλακτος: ο άνθρωπος κόβει έτσι το νήμα που τον συνδέει με τον Παράδεισο και τίποτα δεν θα μπορέσει να τον σταματήσει ή να τον παρηγορήσει στην πτήση του μέσα στο κενό του χρόνου).
Μέσα από το συγκεχυμένο χάος αυτών των ιδεών, ξεφυτρώνει στο μυαλό της Τερέζας μια ιδέα βλάσφημη απ’ την οποία δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί: η αγάπη που την δένει με τον Καρένιν είναι καλύτερη απ’ την αγάπη που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Τόμας. Καλύτερη, όχι μεγαλύτερη.
Η Τερέζα δεν θέλει να κατηγορήσει κανένα, ούτε εκείνη, ούτε τον Τόμας, δεν θέλει να διαβεβαιώσει ότι θα μπορούσαν ν’ αγαπιούνται περισσότερο. Της φαίνεται μάλλον ότι το ανθρώπινο ζευγάρι είναι με τέτοιο τρόπο πλασμένο που η αγάπη του άντρα και της γυναίκας είναι εξαρχής ενός είδους κατώτερου απ’ αυτό που μπορεί να είναι (τουλάχιστον στην καλύτερη απ’ τις παραλλαγές της) η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στον σκύλο, αυτή η παραδοξότητα της ιστορίας του ανθρώπου, που ίσως ο Πλάστης να μην την είχε προβλέψει.
Είναι μια άδολη αγάπη: η Τερέζα δεν θέλει τίποτα απ’ τον Καρένιν. Δεν αξιώνει ούτε καν την αγάπη. Δεν ρωτήθηκε ποτέ για πράγματα που βασανίζουν τα ανθρώπινα ζευγάρια: μ’ αγαπάει; αγάπησε κανέναν άλλον περισσότερο από μένα; μ’ αγαπάει περισσότερο απ’ όσο τον αγαπάω;
Όλες αυτές οι ερωτήσεις που θέτουν υπό αίρεση τον έρωτα, τον καταμετρούν, τον σφυγμομετρούν, τον εξετάζουν, μήπως δεν κινδυνεύουν να τον καταστρέψουν πριν γεννηθεί; Αν είμαστε ανίκανοι ν’ αγαπήσουμε, τούτο μπορεί να συμβαίνει επειδή επιθυμούμε ν’ αγαπηθούμε, δηλαδή επειδή θέλουμε κάτι από τον άλλο (τον έρωτα), αντί να τον πλησιάσουμε χωρίς αξιώσεις και να μην επιθυμούμε παρά την απλή του παρουσία και μόνο.
Κι ένα πράγμα ακόμα: η Τερέζα έχει δεχτεί τον Καρένιν έτσι όπως είναι, δεν προσπάθησε να τον αλλάζει κατ’ εικόνα της, έχει εξαρχής αποδεχτεί το σκυλίσιο του σύμπαν, δεν θέλει να το επιτάξει, δεν ζηλεύει τα ορμέμφυτα μυστικά του.
Τον ανάθρεψε, όχι για να τον αλλάξει (όπως ένας άντρας θέλει ν’ αλλάξει τη γυναίκα του και μια γυναίκα τον άντρα της), αλλά μόνο και μόνο για να του διδάξει τη στοιχειώδη γλώσσα που θα τους επέτρεπε να καταλαβαίνονται και να ζουν μαζί.
Και επίσης: η αγάπη της για το σκυλί είναι μια αγάπη εκούσια: κανένας δεν την υποχρέωσε σ’ αυτό.
…Κυρίως, όμως: κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σ’ ένα άλλο τη δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί επειδή δεν το έδιωξαν απ’ τον Παράδεισο. Η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στο σκύλο είναι ειδυλλιακή. Είναι μια αγάπη χωρίς συγκρούσεις, χωρίς σπαρακτικές σκηνές, χωρίς εξέλιξη. Γύρω απ’ την Τερέζα και τον Τόμας, ο Καρένιν χάραζε τον κύκλο της ζωής του που ήταν θεμελιωμένη στην επανάληψη και περίμενε το ίδιο πράγμα απ’ αυτούς.
Αν αντί να ήταν σκύλος, ο Καρένιν ήταν άνθρωπος, θα είχε σίγουρα από καιρό πει στην Τερέζα: «Άκου, δεν με διασκεδάζει πια καθόλου να κουβαλάω κάθε μέρα ένα κρουασάν στα δόντια. Δεν μπορείς να μου βρεις κάτι καινούριο;». Σ’ αυτή τη φράση κλείνεται όλη η καταδίκη του ανθρώπου. Ο ανθρώπινος χρόνος δεν γυρίζει κυκλικά, αλλά προχωρεί σε ευθεία γραμμή. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος, επειδή η ευτυχία είναι επιθυμία επανάληψης.
Ναι, η ευτυχία είναι επιθυμία επανάληψης, σκέφτεται η Τερέζα.
.… Σε σχέση με τον άνθρωπο, ο σκύλος δεν έχει προνόμια, αλλά έχει ένα που αξίζει τον κόπο: στη δική του περίπτωση, η ευθανασία δεν απαγορεύεται απ’ το νόμο· το ζώο έχει δικαίωμα σ’ ένα σπλαχνικό θάνατο.
Ο Καρένιν περπατούσε με τα τρία του πόδια και περνούσε όλο και περισσότερη ώρα ξαπλωμένος σε μια γωνιά. Βογκούσε, Η Τερέζα και ο Τόμας ήσαν απόλυτα σύμφωνοι: δεν είχαν το δικαίωμα να τον αφήνουν να υποφέρει χωρίς λόγο. Η συμφωνία τους, όμως, επί της αρχής δεν τους αφαιρούσε μια αγωνιώδη αβεβαιότητα. Πώς θα ήξεραν σε ποια ακριβώς στιγμή ο πόνος γίνεται άσκοπος;
Πώς να προσδιορίσεις τη στιγμή που δεν αξίζει πια τον κόπο να ζεις;
Αν τουλάχιστον ο Τόμας δεν ήταν γιατρός! Θα ήταν τότε δυνατό να κρυφτεί πίσω από έναν τρίτο. Θα ήταν δυνατό να πάει να βρει τον κτηνίατρο και να του ζητήσει να κάνει μια ένεση στο σκυλί.
Είναι τόσο σκληρό ν’ αναλαμβάνει κανείς προσωπικά το ρόλο του θανάτου! Για πολύ καιρό, ο Τόμας διαβεβαίωνε κατηγορηματικά, ότι ποτέ δεν θα του έκανε μόνος του την ένεση κι ότι θα καλούσε τον κτηνίατρο. Στο τέλος όμως κατάλαβε, ότι μπορούσε τουλάχιστον να του παραχωρήσει ένα προνόμιο που δεν το έχει κανένα ανθρώπινο πλάσμα: ο θάνατος θα του ερχόταν κάτω απ’ τη μάσκα αυτών που αγαπούσε.
Ο Καρένιν είχε περάσει όλη τη νύχτα βογκώντας. Το πρωί, αφού τον ψηλάφισε, ο Τόμας είπε στην Τερέζα: «Δεν πρέπει να περιμένουμε άλλο».
…Η Τερέζα πήγε να βρει τον Καρένιν στο δωμάτιο. Μέχρι τότε είχε μείνει ξαπλωμένος αδιάφορα (ακόμα κι όταν μερικά λεπτά πριν τον εξέταζε ο Τόμας, δεν είχε δώσει καμιά σημασία), αλλά τώρα, ακούγοντας την πόρτα ν’ ανοίγει, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την Τερέζα.
Δεν μπόρεσε ν’ αντέξει εκείνη τη ματιά, σχεδόν την τρόμαξε. Ποτέ δεν κοίταζε έτσι τον Τόμας, μόνον εκείνη κοίταζε με τον τρόπο αυτό. Ποτέ όμως με τόση ένταση όσο σήμερα. Δεν ήταν ένα βλέμμα απελπισμένο ή θλιμμένο, όχι.
Ήταν ένα βλέμμα μιας τρομακτικής, αβάσταχτης εμπιστοσύνης. Το βλέμμα αυτό ήταν μια άπληστη ερώτηση.
Σ’ ολόκληρη τη ζωή του, ο Καρένιν περίμενε την απάντηση της Τερέζας και τώρα της έδινε να καταλάβει (με πολύ μεγαλύτερη επιμονή από άλλοτε), ότι ήταν πάντοτε έτοιμος να μάθει την αλήθεια από κείνην (γιατί ότι προ έρχεται απ’ την Τερέζα είναι γι’ αυτόν η αλήθεια: είτε του λέει «κάτσε!» «κάτω!», είναι αυτές οι αλήθειες που γνωρίζει και που δίνουν ένα νόημα στη ζωή του).
Αυτό το βλέμμα της τρομαχτικής εμπιστοσύνης ήταν στιγμιαίο. Αμέσως μετά, ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια του.
Η Τερέζα ήξερε, ότι ποτέ πια κανένας δεν θα την κοιτούσε έτσι.
Ποτέ δεν του έδινε γλυκά, αλλά μερικές μέρες νωρίτερα είχε αγοράσει κάτι πλάκες σοκολάτας. Τις ξετύλιξε από το ασημόχαρτο, τις έσπασε σε μικρά κομμάτια και τις ακούμπησε γύρω του. Πρόσθεσε εκεί κι ένα πιατάκι με νερό για να μη του λείψει τίποτα τις ώρες που θα έμενε μόνος του στο σπίτι. Το βλέμμα όμως, που της είχε ρίξει έδειχνε να τον είχε κουράσει. Παρ’ όλο που ήταν περιτριγυρισμένος από κομμάτια σοκολάτας, δεν ξανασήκωσε το κεφάλι.
Ξάπλωσε χάμω δίπλα του και τον πήρε αγκαλιά. Τη μύρισε σιγά-σιγά και την έγλειψε μια δυο φορές με πολύ κόπο. Δέχτηκε το χάδι αυτό με τα μάτια κλειστά, σαν να ήθελε να το χαράξει για πάντα στη μνήμη της.
Έπειτα χρειάστηκε να φύγει για ν’ ασχοληθεί με τις αγελάδες. Δεν επέστρεψε παρά μετά το μεσημεριανό φαγητό. Ο Τόμας δεν είχε ακόμα γυρίσει. Ο Καρένιν ήταν πάντοτε ξαπλωμένος, περιτριγυρισμένος από κομμάτια σοκολάτας, και δεν σήκωσε το κεφάλι όταν άκουσε την Τερέζα να πλησιάζει. Το άρρωστο πόδι του ήταν φλογισμένο και ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση σ’ ένα άλλο σημείο. Μια αχνορόδινη σταγόνα (που δεν έμοιαζε με αίμα) είχε φανεί ανάμεσα στις τρίχες.
Όπως πριν ξάπλωσε χάμω δίπλα του. Είχε περάσει το ένα της χέρι γύρω από το κορμί του και κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Έπειτα άκου σε να χτυπούν δυνατά στην πόρτα. «Γιατρέ, γιατρέ! Ιδού το γουρούνι και ο πρόεδρος του!»
Της ήταν αδύνατον να μιλήσει με οποιονδήποτε. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση κι έμεινε με τα μάτια κλειστά. Για μια φορά ακόμα ακούστηκε «Γιατρέ, τα γουρούνια ήρθαν να σας δουν», κι έπειτα έγινε πάλι σιωπή.
Ο Τόμας γύρισε μισή ώρα αργότερα. Πήγε στην κουζίνα χωρίς να πει λέξη, για να ετοιμάσει την ένεση. ‘Οταν ξαναμπήκε στο δωμάτιο, η Τερέζα ήταν όρθια και ο Καρένιν έκανε μια προσπάθεια για να σηκωθεί. Βλέποντας τον Τόμας, κούνησε αδύναμα την ουρά του.
«Κοίτα! είπε η Τερέζα, χαμογελάει ακόμα».
Αυτό το είπε με τόνο ικετευτικό, σαν να ήθελε με τις λέξεις αυτές να ζητήσει μια σύντομη αναστολή, αλλά δεν επέμεινε.
Με αργές κινήσεις άπλωσε ένα σεντόνι πάνω στο κρεβάτι. Ήταν ένα λευκό σεντόνι σπαρμένο με μοτίβα που παρίσταναν μικρά βιολετιά λουλούδια. Τα είχε άλλωστε όλα ετοιμάσει, τα είχε όλα σκεφθεί, σαν να είχε ονειρευτεί πολλές μέρες πριν το θάνατο του Καρένιν. (Α! τι φρίκη! ονειρευόμαστε από πριν το θάνατο αυτών που αγαπάμε!).
Δεν είχε πια τη δύναμη να πηδήξει πάνω στο κρεβάτι. Τον πήραν στην αγκαλιά τους και τον σήκωσαν μαζί. Η Τερέζα τον ξάπλωσε στο πλάι και ο Τόμας του εξέτασε το πόδι. Έψαχνε ένα σημείο, όπου η φλέβα να φούσκωνε και να φαινόταν καλά. Με το ψαλίδι, έκοψε τις τρίχες στο σημείο εκείνο.
Η Τερέζα ήταν γονατισμένη δίπλα στο κρεβάτι και κρατούσε το κεφάλι του Καρένιν μέσα στα χέρια της, πάνω στο πρόσωπο της.
Ο Τόμας της ζήτησε να σφίξει δυνατά το πόδι από πίσω, ακριβώς πάνω από τη φλέβα που ήταν λεπτή κι όπου ήταν δύσκολο να βάλει κανείς τη βελόνα. Κρατούσε το πόδι του Καρένιν, χωρίς όμως ν’ απομακρύνει το πρόσωπο της από το κεφάλι του.
Εκείνη του μιλούσε συνέχεια με γλυκιά φωνή κι εκείνος δεν σκεφτόταν παρά εκείνη. Δεν φοβόταν. Της έγλειψε ακόμα δυο τρεις φορές το πρόσωπο. Και η Τερέζα του ψιθύριζε: «Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι, εκεί πέρα δεν θα πονάς, εκεί πέρα θα ονειρεύεσαι σκίουρους και λαγούς, θα υπάρχουν αγελάδες, θα υπάρχει ακόμα κι ο Μεφίστο, μη φοβάσαι…».
Ο Τόμας βύθισε τη βελόνα στη φλέβα και πίεσε το έμβολο. Ένα ρίγος ελαφρύ διαπέρασε το πόδι του Καρένιν, η αναπνοή του έγινε πιο γρήγορη κι έπειτα σταμάτησε απότομα. Η Τερέζα ήταν γονατισμένη δίπλα στο κρεβάτι και πίεζε το πρόσωπο της στο κεφάλι του.
… Ο Τόμας πήγε στον κήπο. Βρήκε ανάμεσα σε δυο μηλιές τις τέσσερις γραμμές του ορθογώνιου που η Τερέζα είχε χαράξει με το τακούνι της μερικές μέρες πριν. Άρχισε να σκάβει. Πρόσεχε σχολαστικά να διατηρήσει τις διαστάσεις, έτσι όπως είχαν προσδιοριστεί. Ήθελε να γίνουν όλα όπως τα επιθυμούσε η Τερέζα.
Εκείνη είχε μείνει στο σπίτι με τον Καρένιν. Φοβόταν μήπως θάψουν το σκυλί ζωντανό. Ακούμπησε το αυτί της στο μουσούδι του και της φάνηκε ότι άκουσε μια ελαφριά αναπνοή. Απομακρύνθηκε και διαπίστωσε ότι το στέρνο του σαν να σάλευε.
(Όχι, δεν άκουσε παρά μόνο τη δική της αναπνοή που σημαδεύει με μια αδιόρατη κίνηση το ίδιο της το κορμί, και νομίζει ότι είναι το στέρνο του σκύλου που σαλεύει!)
Βρήκε έναν καθρέφτη μέσα στην τσάντα της και τον έβαλε στη μύτη του σκύλου. Ο καθρέφτης ήταν τόσο βρώμικος που νόμισε ότι διέκρινε εκεί την άχνα που μένει από την αναπνοή.
Τόμας, είναι ζωντανός!»φώναξε όταν ο Τόμας γύρισε από τον κήπο με τα παπούτσια του μες στη λάσπη. Έσκυψε και κούνησε το κεφάλι του.
Έπιασαν, ο καθένας τους από μια άκρη, το σεντόνι πάνω στο οποίοαναπαυόταν ο Καρένιν. Η Τερέζα από τη μεριά των ποδιών, ο Τόμας από τη μεριά του κεφαλιού. Το σήκωσαν και το κουβάλησαν στον κήπο.
Η Τερέζα αισθάνθηκε στα χέρια της, ότι το σεντόνι ήταν μουσκεμένο. Μας έφερε μια μικρή πλημμύρα όταν ήρθε και μας αφήνει άλλη μια φεύγοντας, σκέφθηκε. Ήταν ευτυχισμένη που ένιωθε στα χέρια της την υγρασία, το τελευταίο
αντίο του σκυλιού.
Τον έφεραν ανάμεσα στις δυο μηλιές και τον έβαλαν στο βάθος του λάκκου. Εκείνη έσκυψε για να τακτοποιήσει το σεντόνι έτσι που να τον σκεπάζει ολόκληρο. Δεν μπορούσε να υποφέρει την ιδέα ότι το χώμα που θα έριχναν επάνω του μπορούσε να πέσει πάνω στο γυμνό του κορμί.
Έπειτα ξαναμπήκε στο σπίτι και γύρισε με το κολάρο, το λουρί και μια χούφτα κομμάτια σοκολάτας που είχαν μείνει άθικτα χάμω από το πρωί. Τα έριξε όλα μέσα στον τάφο.
Δίπλα στο λάκκο, ήταν ένας σωρός από φρεσκοσκαμμένο χώμα. Ο Τόμας άρχισε να φτυαρίζει.
Η Τερέζα θυμόταν τ’ όνειρο της: ο Καρένιν είχε γεννήσει δύο κρουασάν και μία μέλισσα. Ξαφνικά, η φράση αυτή έμοιαζε με επιτύμβιο. Φανταζόταν ανάμεσα στις μηλιές ένα μνημείο μ’ αυτή την επιγραφή: «Εδώ αναπαύεται ο Καρένιν. Είχε φέρει στον κόσμο δύο κρουασάν και μία μέλισσα».
Το σκοτάδι έπεφτε στον κήπο, δεν ήταν ούτε μέρα ούτε νύχτα, στον ουρανό υπήρχε ένα χλωμό φεγγάρι, σαν μια λάμπα ξεχασμένη σε νεκρικό θάλαμο.