To Καπέλο
Το είδα και το μάζεψα. Ήταν όμορφο, είχε ένα χρώμα γκρι αριστοκρατικό, θαυμάσιο κειμήλιο, κάποιος το είχε χάσει ή του είχε πέσει από το κεφάλι, άγνωστο πως είναι δυνατόν να σου φεύγει ένα καπέλο από το κεφάλι και να μη το παίρνεις είδηση εκτός κι αν δεν το φοράς, ή μπορεί και να το πέταξε, όμως παραήταν καινούργιο για να πεταχτεί στα σκουπίδια, αλλά δεν νομίζω ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει και πολύ σημασία γιατί τώρα είναι δικό μου, αφού κανείς ένα γύρω δεν ήρθε να το αναζητήσει, ένα καπέλο σαν αυτό που νομίζω ότι είδα, σε κάποιο από αυτά τα κρεμασμένα σε κοινή θέα κουτσομπολίστικα περιοδικά, οι κλεφτές ματιές μέσα από την κλειδαρότρυπα δημιουργούσαν ανέκαθεν διαφόρων ειδών εξάψεις, να το φοράει κάποιος που έμοιαζε με ηθοποιό στην πραγματικότητα ή στα ψέματα, για τις ανάγκες μιας παράστασης, της ζωής ή του θεάτρου, και το είχε αποκαλέσει «καβουράκι», καμία σχέση βέβαια με τα καβούρια, μικρά ή μεγάλα, ντόπια ή ξωτικά, ξέρετε εκείνα τα τεράστια που βρίσκουμε, όσοι βέβαια έχουν ταξιδέψει σε τέτοια μέρη ή χαζεύουν με τις ώρες διάφορα ντοκιμαντέρ, στις χώρες της Ανατολής και τρώνε ότι βρουν μέχρι και ανθρώπινα μέλη, μη φανταστείτε βέβαια μεγάλα μέλη, ίσως κανένα δαχτυλάκι, λέω ίσως.
Μόλις το έπιασα στα χέρια μου μια ανατριχίλα σαν ερωτικός ερεθισμός διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά μου, το μόριό μου μεγάλωσε, θυμήθηκα τη ζεϊμπεκιά του πατέρα μου και τα θηλυκά που ξερόχυναν ένα γύρω βλέποντας τον να το χορεύει, έτριψα το μπορ του με τη μανσέτα του σακακιού μου, όχι ότι η μανσέτα μου ήταν πιο καθαρή από το καπέλο, αλλά έβλεπα τον πατέρα μου να ακολουθεί την συγκεκριμένη ιεροτελεστία, για να του αφαιρέσω τη σκόνη που είχε καθίσει επάνω του, ποιος ξέρει πόση ώρα βρισκόταν πεταμένο χάμο και κανένας δεν το μάζευε, είναι βέβαιο ότι πολλοί το είχαν δει αλλά μάλλον ντρεπόντουσαν να σκύψουν, οι γυναίκες από αμηχανία γιατί όταν σκύβουν τουρλώνεται ο πισινός τους και μπορεί αυτό να προκαλέσει αιτία βιασμού ή να χαρακτηριστεί ως επίδειξη ερωτικής έξαψης – η επίκυψη με σπάσιμο των γονάτων πάνω σε ψηλά τακούνια, εκτός από επώδυνη μπορεί να καταλήξει και σε ακρωτηριασμό- ενώ οι άντρες για να μη πετάξουν τον εγωισμό τους στο πεζοδρόμιο σκύβοντας ή προσκυνώντας ένα άγνωστου προελεύσεως αντικείμενο, κίνηση εντελώς προσβλητική από κάποιους σε σχέση με την οικονομική τους επιφάνεια, παρόλα αυτά αμιγώς ανδρικού αξεσουάρ που έχουν υιοθετήσει και οι γυναίκες στην προσπάθειά τους να προβάλλουν έναν υπερμεγέθη για τη φύση τους ανδρισμό ή την επιδεξιότητά τους στην χειραγώγηση της εξουσιαστικής δύναμης του αρσενικού και το γύρισα ανάποδα για να δω τα σπλάχνα του.
Εντελώς αιφνίδια πετάχτηκε ένα κουνέλι από μέσα του, με κοίταξε σχεδόν με μίσος ή έτσι εγώ κατάλαβα και πριν καλά καλά αντιδράσω μου δάγκωσε την μύτη, τόσο δυνατά, ανέλπιστα δυνατά για ένα κουνέλι, ώστε μάτωσε. Σταγόνες χοντρές αίμα έσταξαν στη φόδρα του και ένοιωσα απελπισμένος γιατί μου φαινόταν αδιανόητο να φορέσω ένα ματωμένο καπέλο που πολύ εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τεκμήριο εγκλήματος ενώ κινδύνευα να βρεθώ στη φυλακή ως ύποπτος εγκληματικής ενέργειας. Την επόμενη ή μεθεπόμενη στιγμή, δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια, βρέθηκα σε ένα τσίρκο δίπλα σ’ έναν θηριοδαμαστή ο οποίος φόραγε το ίδιο καπέλο με το δικό μου, ίσως λίγο πιο καινούργιο, μπορεί όμως και να έκανα λάθος, δεν πρόλαβα ν’ αναρωτηθώ ποιο σκοπό εξυπηρετούσε το συγκεκριμένο αντικείμενο στο κεφάλι του , καμαρωτό καμαρωτό, με το μαστίγιο στο χέρι έτοιμο να δώσει εντολές σε έναν ξεπεσμένο λέοντα, που τον κοίταζε μάλλον βαριεστημένα, μοιραία ίσως κατάληξη όλων των ζώων αλλά και των ανθρώπων που βρίσκονται συνεχώς κλεισμένοι στο κλουβί τους, καταλύοντας έτσι την δραστικότητα της δύναμής τους. Κατουρήθηκα από το φόβο μου στη θέα του ξεπεσμένου λέοντος, η παρουσία όμως του αφέντη-θηριοδαμαστή με χαλάρωσε λίγο. Τότε ήταν που ο λέων βγήκε από τον ξεπεσμό του και παρά τη θέληση του αφέντη-θηριοδαμαστή του, έπεσε πάνω μου, άνοιξε ένα τεράστιο στόμα τόσο ξεπεσμένο όσο και ο ίδιος, να ζέχνει χειρότερα κι από μένα με τόσα κάτουρα και απλυσιά που κουβαλούσα πάνω μου. Ποτισμένος σε υγρά και ασυγκράτητα κόπρανα, σωριάστηκα στο χώμα σε κατάσταση πνιγμού, απελπισμένα αναζητούσα διέξοδο, αρπάχτηκα από τη σκάλα, πως βρέθηκε διπλά μου ούτε που κατάλαβα, άρχισα μετά μανίας να ανεβαίνω, ανάλαφρος, πουπουλένιος, ευτυχής, σε κορόιδεψα ηλίθιε λέοντα…
« Το μ…. Μα τόσο αφηρημένος!!!»
Μαρία Βέρρου
copyright © 2014 emeis.gr