Το μπαούλο
Το δωμάτιο μικρό. Οι τοίχοι χαραγμένοι από ανέντιμους σοβάδες. Το πάτωμα μισοφαγωμένο από το συνεχές σούρσιμο της καρέκλας. Να τρίζει. Το παράθυρο μικρό, το δέντρο απέναντι μικρό κι αυτό. Ένα τραπέζι κάτω απ’ το παράθυρο, μερικά βιβλία, μισοφαγωμένα από τη πολύ χρήση, ένας γλόμπος, το φως του θαμπό από την πολύ σκόνη, μια καρέκλα μισοφαγωμένη κι αυτή από την πολύ χρήση, ένα μπαούλο δίπλα, μισογεμάτο από τα αναγκαία. Έγραφε, διάβαζε, καθόταν. Το μικρό δέντρο δεν το ‘πιανε το μάτι του. Έγραφε, διάβαζε, καθόταν. Μια φορά θέλησε να ξαπλώσει. Το μπαούλο τού έπεφτε κοντό. Πήρε το πριόνι κι έκοψε ότι περίσσευε. έχωσε τα πόδια στο μπαούλο μαζί με τα υπόλοιπα αναγκαία. Επιτέλους το κορμί ξεκουράστηκε…
copyright@2014emeis.gr
Μαρία Βέρρου