Το αυγό
Όταν ήμουν μικρή είχα μια εμμονή που στοίχιζε στη μητέρα μου πολλές θλίψεις και στο πατέρα μου αρκετές δραχμές, μιας και τότε είχαμε ακόμα δραχμές και όχι ευρώ. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα ένοιωθε ο πατέρας μου σήμερα κάνοντας υπολογισμούς και ανακαλύπτοντας πόσα ευρώ θα του είχε κοστίσει αυτή μου η εμμονή. Ευτυχώς και για τους δύο μας, εκείνος έχει ήδη πεθάνει κι εγώ έχω ήδη πολύ μεγαλώσει. Επανερχόμενη λοιπόν στην εμμονή μου, αυτή είχε να κάνει με τα αυγά. Τρελαινόμουν να σπάω αυγά. Ένοιωθα μια βαθειά ευχαρίστηση όταν άκουγα το κέλυφος του αυγού να κάνει εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο «κρακ» καθώς διαρρηγνυόταν η στρογγυλή συνέχεια στο τσόφλι. Και το σημαντικότερο, ένοιωθα μια τεράστια αγαλλίαση καθώς έβλεπα το ασπράδι, πηχτό σα μύξα, σαν σπέρμα, να κολλάει στα δάχτυλά μου, να πέφτει στο μάρμαρο της κουζίνας, στα πλακάκια και να μη μπορείς να το μαζέψεις όπως τον υδράργυρο, με λιγότερο βέβαια βλαβερές συνέπειες για το περιβάλλον. Τα αυγά είχαν μια χρησιμότητα ευτυχώς και έτσι μπορούσαμε να ξεπεράσουμε τις τύψεις για τη σπατάλη στην κατανάλωσή τους αλλά και την αδιάκοπη ανακωχή που έκανε η μάνα μου με τα νεύρα της προκειμένου να χαλιναγωγήσει την σφοδρή επιθυμία της να με κάνει μαύρη στο ξύλο, μη γνωρίζοντας πιο άλλο μέσο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να με συνετίσει ή πως αλλιώς θα μπορούσε να εξαλείψει αυτή την αρρώστια. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν και ψυχολόγοι – για ψυχιάτρους ούτε κουβέντα, παραήταν βαρύ- οι οποίοι αξιοπρεπώς να μπορούν να δώσουν κάποια λογικοφανή εξήγηση του φαινομένου ή τρόπους θεραπείας του. εκείνο όμως που με συγκλόνιζε δεν ήταν τόσο το ασπράδι ή το κρακ που έκανε το τσόφλι · ήταν εκείνο το στρογγυλό, κόκκινο μάτι στο κέντρο του αυγού που σε κοίταζε ατάραχο, τόσο δυνατό και συνάμα τόσο εύθραυστο, ένας καρπός σιωπηλής δόξας και αδιαμφισβήτητης επιτυχίας, τρανό δείγμα ζωής και θανάτου που με μαγνήτιζε τόσο πολύ που ήμουν ικανή να το κοιτάζω τόση ώρα όση θα μου παραχωρούσε η φούρια της μάνας μου. Ενδοιασμοί δεν υπήρχαν. Μπορούσα να σπάσω ίσαμε με μια ντουζίνα αυγά την ημέρα, φανερά ή κρυφά. Μια ντουζίνα ζωές που πήγαιναν και ερχόντουσαν στα χέρια μου, στο μυαλό μου, στην ψυχή μου. Ώσπου μια μέρα η ψυχή μου στράγγιξε, το μυαλό μου βούλιαξε στην άρνηση και τα χέρια μου στραγγάλισαν ανενδοίαστα τη ζωή του πρώτου μου παιδιού. Εκεί τελείωσε και η εμμονή μου και έμεινε απορία χωρίς απάντηση στους γονείς μου τι συνέβη και ξέχασα τ’ αυγά. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να ξέρουν…
Μαρία Βέρρου
copyright © 2014 emeis.gr