Τέλος ή αρχή

Νύχτες∙ κουβάρι που ξετυλίγεται κάνοντας τους ίδιους ακριβώς κύκλους. Ακολουθείς ελπίζοντας στην άλλη άκρη να περιμένει η Ευρυδίκη. Το πότε ξυπνάς το ψυχανεμίζεσαι με το πρώτο. Πιέζεις με τα χέρια τα κλειστά σου μάτια ∙ είναι ο δικός σου τρόπος ικεσίας στο Μορφέα να φέρει πίσω το όνειρο που πριν λίγο ήταν η λαμπερή και ζεστή πραγματικότητά σου. Παγωνιά σε τυλίγει κάνοντας τις τρίχες στο κορμί σου να σηκώνονται όρθιες. Τυλίγεσαι σαν σαλάμι με τις κουβέρτες, ζαρώνεις σαν έμβρυο, άδικος κόπος. Το σώμα σου παγάκι. Με μάτια κλειστά κάθεσαι στην άκρη του κρεβατιού∙ τα πόδια σου ψαχουλεύουν στο πάτωμα τις παντόφλες. Χέρια μπροστά. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα συρτά βήματα στην ευθεία∙ στροφή αριστερά και άλλα δυο βήματα. Ψηλαφώντας ψάχνεις το κρύο πόμολο της πόρτας του μπάνιου. Το στρίβεις∙ η πόρτα ανοίγει. Αψιά μυρωδιά ξεραμένων ούρων χτυπά τη μύτη σου. Εδώ χωρίζετε τα τσανάκια σας με το θεό του ύπνου. Τα μάτια σου ανοίγουν. Τύφλωση που διαρκεί λιγότερο από λεπτό. Η λευκή πορσελάνη δίνει το στίγμα της μέσα στη νύχτα.
Μέρες∙ κουβάρι που ξετυλίγεται κάνοντας τους ίδιους ακριβώς κύκλους. Ακολουθείς και εύχεσαι να ξετυλιχτεί γρήγορα. Δεν βγαίνεις έξω, δεν ανοίγεις παράθυρα, δεν απαντάς σε τηλέφωνα κι ας πονά ο ήχος τους τα αυτιά σου. Επαφή με τον έξω κόσμο, το παιδί από το delivery. Αρχέγονο ένστικτο η επιβίωση. Μάχη καθημερινή της θέλησης με την άρνηση. Το τασάκι με τα αποτσίγαρά της στο τραπέζι της κουζίνας. Μέσα στα πολλά και ένα μισοτελειωμένο. Το ανάβεις ξανά. Αναδύει τη μυρωδιά του καπνού που πότιζε το στόμα της. Γλύφεις τα χείλη σου. Γεύση από τα φιλιά της. Γράφεις το όνομά της με το δάχτυλό σου πάνω στη σκόνη που έχει καλύψει τις καμπύλες της κιθάρας της. Πλησιάζεις τη μύτη σου επάνω της σαν σκυλί ψάχνοντας ίχνη οσμών. Μυρίζεις τη μυρωδιά από το στήθος της, την κοιλιά της, τη μασχάλη της, τα δάχτυλά της. Ηδονή… ηδονή και οδύνη.
Ένας παλιός καθρέπτης κρεμασμένος στη μέση του σαλονιού, κλέφτης εικόνων ζωής του χθες και του σήμερα, προβολέας φαντασιακών αποκυημάτων ενός αύριο αναπόφευκτου, μοναδικός μάρτυρας, θρυμματίζεται απότομα. Μια κιθάρα γίνεται πάνω του χίλια κομμάτια.
Ήχοι αντηχούν σε όλο το σπίτι σηματοδοτώντας το τέλος∙ του χθες, του σήμερα, της μοναξιάς του αύριο. Κλειδιά ξεκλειδώνουν την εξώπορτα. Βήματα ποδιών που έχουν ξεμάθει να βαδίζουν. Λαμπερές ακτίνες ήλιου ζεσταίνουν τα μισόκλειστα μάτια και η καρδιά κλειδώνει μέσα της την παρουσία της απουσίας εκείνης.
Τέλος.
Αρχή.
Who is Who : Η ΄Ελενα Κουράντη γεννήθηκε στον Πειραιά. Αποφοίτησε από το Αγγλικό Εμπορικό Κολλέγιο «Saint George». Έχει παρακολουθήσει και συνεχίζει να παρακολουθεί σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Αγαπά το διάβασμα, τη συγγραφή διηγημάτων, τη μαγειρική και της αρέσει να φωτογραφίζει τη φύση.