Τα Χριστούγεννα ενός παιδιού
Όπως κάθε χρονιά, έτσι και φέτος, πιστές στις ώρα τους έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων. Είναι στιγμές « ισόβιες» φορτωμένες με ανάμεικτα αισθήματα. Είναι οι πιο «ζεστές» ημέρες του Χειμώνα. Πολλων πατεράδων οι αγκαλιές θα ανοίξουν, για να σφίξουν μέσα τους τα παιδιά τους, που δεν ζουν κοντά τους.
Ο Φοίβος είναι ένα δεκάχρονο παιδί, με μάτια μελιά και αθλητική κορμοστασιά. Ένας μικρός Άδωνης, που με χαρά σου κλέβει τη ματιά. Στο σπίτι δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα και στο σχολείο έχει υποδειγματική συμπεριφορά.
Ανυπομονεί φέτος για τις γιορτές, όχι μόνο γιατί θα γλυτώσει τα μαθήματα, αλλά γιατί θα επισκεφθεί τον μπαμπά του. Πέρασε πολύς καιρός απ’ όταν είδε για τελευταία φορά. Τον ήρωα και το πρότυπό του. Το είδωλο στα πιο ενδόμυχά του μυστικά. Προσδοκά την ώρα που θα κρατήσει τα σιδερένια μπράτσα του. Έχει νοσταλγήσει το χάδι από το άγγιγμά του. Περιμένει να μιλήσουν για αυτοκίνητα με μεγάλες ταχύτητες. Για Subaru και για Ferrari. Για παιχνίδια με γενναίους πολεμιστές και για αερομαχίες με Μιράζ και Φάντομ.
Αν και είναι μόλις δέκα χρονών ο Φοίβος, μετρά τη ζωή, πιο πολύ με την ανάμνηση και την αναπόληση. Θυμάται όμορφες οικογενειακές στιγμές και με αυτές χαίρεται. Τότε που υπήρχαν χέρια κι από τις δύο πλευρές που να κρατούν τα δικά του, που όλη η οικογένεια περπατούσε μαζί. Όλα εκείνα, προτού έρθει η μπόρα να χωρίσει τη ζωή στα δυο.
Μετρά ο Φοίβος το αθόρυβο κύλισμα του χρόνου. Φτερικοπά στα στήθια του η ανάσα σαν χελιδόνι και τα ματώνει. Θέλει να πετάξει και να φύγει από όλα όσα έχουν ζώσει τη ζωή του. Να φτιάξει το δικό του κόσμο, κι όχι αυτόν που του δώσανε. Να είναι ο πλάστης κι όχι ο πηλός στα όνειρά του. Προσδοκά ώρα την ώρα να πάει στην πόλη που ζει ο πατέρας του. Στο σπίτι που χαίρεται όσο πουθενά αλλού τον ύπνο.
Αν και δέκα χρονών ο Φοίβος, ξέρει να φροντίζει το μικρό του αδερφό, τον Πύρο, και να βοηθά στο σπίτι με δουλειές. Κι αν χρειασθεί γίνεται κέρβερος να προστατέψει τη μάνα του.
Όσο η στιγμή του πηγαιμού πλησιάζει η στάθμη της νοσταλγίας ανεβαίνει πιο πολύ. Θα ταξιδέψει μέσα από ένα τοπίο, όπου όλα γύρω του αλλάζουν όψη: Θα δει βουνοσειρές με ανεμόδαρτες ανεμώνες, αλλού γυμνές κι αλλού κατάφυτες. Θα περάσει πάνω από γέφυρες και μέσα από τούνελ. Θα μαγευτεί από τη σιωπή του γέρικου ποταμού, θα γευτεί τις διαφορετικές μυρωδιές και θα ακούσει αλλιώτικους ήχους.
Συγχρόνως σκέφτεται κι ένα περιστατικό που συνέβη πρόσφαρτα στο σχολείο. Η δασκάλα ζήτησε από όλα τα παιδιά μια οικογενειακή φωτογραφία. Ο Φοίβος τρόμαξε στην ιδέα, μήπως και δεν υπάρχει στο σπίτι καμία. Έψαξε με τη μάνα του και το μικρό του αδερφό τον Πύρο, και στο τέλος βρήκαν όλο κι όλο μία, κι αυτή από εφημερίδα. Ήταν από μια στιγμή αποχωρισμού, σε σιδηροδρομικό σταθμό.
Πέταξε ο Φοίβος από τη χαρά του. Τι θα έλεγαν οι συμμαθητές του σκέφθηκε! Τι θα νόμιζε η κυρία του! Οι μέρες των Χριστουγέννων ζυγώνουν. Η μικρή βαλίτσα είναι έτοιμη. Με τα λίγα χρήματα που μάζευε, αγόρασε μια κολόνια στο μπαμπά του, γιατί την περασμένη φορά που τον επισκέφθηκε, «έκλεψε» τη δική του, για να αναπνέει τη μυρωδιά της, και να τον αισθάνεται κοντά του.
Ο Φοίβος και ο Πύρος θα μπορούσαν να ήταν παιδιά όλου του κόσμου. Να ήταν ακόμη ο Δείμος και ο Φόβος. Τα παιδιά του Θεού του πολέμου Άρη. Τα θεϊκά βλαστάρια που έγιναν φεγγάρια για να συνοδεύουν στο απέραντο κενό, σαν δορυφόροι, τον πατέρα τους και Θεό Άρη. Ο Δείμος και ο Φόβος είναι τα παιδιά της κάθε Αφροδίτης και του κάθε Άρη. Είναι δυο μικρά αστέρια στην ανοιχτή αγκάλη του ουρανού. Στο σταυροδρόμι του κάθε χωρισμού. Δύο σταγόνες ζωής στις φλέβες του σύμπαντος κόσμου.
του Νίκο Κωνσταντινίδη
ΠΗΓΗ