Πρέπει να φύγω πρώτη εγώ
Κηφισίας και Δελφών, κάπου δέκα το βράδυ πρέπει να ήταν γιατί είχε νυχτώσει για τα καλά. Το ρολόι όπως πάντα ήταν περασμένο στο χέρι μου, μα φοβόμουν να το κοιτάξω, είχε μια τάση να με απογοητεύει συνεχώς. Ο νεαρός από το Μπαγκλαντές, ο Ασίρ, είχε ένα χαμόγελο ως τα αυτιά μιας και ο τζίρος ήταν ανεβασμένος- λες κι έκλαιγε όλη η πόλη εκείνη τη νύχτα κι είχαν ανάγκη όλοι τους από ένα πακέτο χαρτομάντιλα.
Όλοι, εκτός από μένα. Δεν έκλαιγα εγώ, γιατί οι φοβιτσιάρηδες ποτέ δεν κλαίνε. Το κλάμα θέλει θάρρος, θέλει κότσια να συστηθείς με την αλήθεια και να της επιτρέψεις να σου διηγηθεί τη θλιβερή πραγματικότητα. Εγώ, η κυρία που φοβόμουν μη χαλάσουν τα δάκρυα μου το μακιγιάζ, ήμουν παγωμένη. Τόσο κρύα, κανένα ρούχο δεν ήταν ικανό να με ζεστάνει, καμία δύναμη δε θα με πήγαινε πιο πέρα στο παγκάκι να κάτσει δίπλα μου η αλήθεια να μου πει τα δικά της. Καθώς τσάκιζα τα πασατέμπο ρίχνοντας τις φλούδες πάνω στα ρούχα μου, κοιτούσα τον Ασίρ που μετρούσε τα ψιλά του με τέτοια νευρικότητα αφήνοντας το θόρυβο να μου τρυπάει τα αυτιά όση ώρα προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο δικό μου μέτρημα. Μετρούσα τα χρόνια, τις ώρες, τα λεπτά που περίμενα κάθε νύχτα μετά το μάθημα στο παγκάκι. Μετρούσα τα λάθη μου, που τα έντυνα με ύφασμα από αλήθεια για να γλιτώσω το απόσπασμα από τον άλλο μου εαυτό. «Τον αγαπάω» λες καθώς χοροπηδάς επάνω στην αξιοπρέπεια σου, και ξάφνου όλα παίρνουν άλλη μορφή , μορφή γλυκιά κι αθώα που σε χαϊδεύει.
Όπως το χέρι του, που άγγιζε τα μαλλιά μου εκείνη τη στιγμή. Μια συγγνώμη άκουσα και σήκωσα το βλέμμα μου να αντικρίσω αυτόν που μου χε μάθει να υπομένω, να περιμένω για όσα αγαπώ. Την είχα συνηθίσει την αναμονή, μα εκείνο το βλέμμα του Ασίρ σα γύρισα να τον καληνυχτίσω, μαχαίρι στην καρδιά ήταν, με τσάκισε στα δύο. Χίλιες λέξεις ήταν γραμμένες στο βλέμμα του. Την αγαπούσε την κυρά του, δεν την άφησε ποτέ να περιμένει μου λεγε κάθε βράδυ που ερχόταν να μου ζητήσει το μοναδικό του τσιγάρο και προσπαθούσε να κρύψει το θυμό του από φόβο που μπαίνει σε ξένα χωράφια. Μα εγώ, έτοιμη την είχα τη δικαιολογία. Δε θέλει θυσίες η αγάπη τελοσπάντων; Κι αν περιμένεις λίγο παραπάνω, κι αν πεις και μια κακή κουβέντα; Μια συγγνώμη και ξεχνιούνται όλα αν αγαπάς.
Κι εγώ αγαπούσα. Μέσα στο τίποτα, μέσα στις ώρες που χαράμιζα σε ανούσιες δουλειές, σε φίλες που έκρυβαν μαχαίρια μες στις τσάντες, ο λίγος χρόνος που μου χάριζε έμοιαζε με βόλτα στον παράδεισο για καφέ. Εκείνος πάντα βιαστικός, για να περάσει από το στέκι του για την καθημερινή του πόκα- θα έχανε το παιχνίδι μου έλεγε αν αργούσε. Και δεν άργησε ποτέ… Γιατί δε με ρωτούσε, τον είχα ανάγκη άραγε, τη βάσταγε η ψυχή μου την εγκατάλειψη; Μου άφηνε αργά και βασανιστικά το χέρι, να καταλάβω πως η μεγάλη βόλτα για τον παράδεισο αναβάλλεται, μου δινε το πιο παθιασμένο του φιλί και έφευγε βιαστικά να βρει τους άλλους… Εκείνους τους άλλους που μισούσα και ζήλευα με όλο μου το είναι, γιατί είχαν κάτι πιο όμορφο από μένα, γιατί τους διάλεγε…
Το Σάββατο το περίμενα όπως τα μικρά παιδιά περιμένουν τα Χριστούγεννα, όπως η μάνα περιμένει το παιδί της να γυρίσει από το στρατό. Ήταν η μέρα που στο παγκάκι δεν πρόφταινα να φάω πασατέμπο ούτε να στρίψω το τσιγάρο στον Ασίρ γιατί περίμενε πρώτος εκείνος, ξυρισμένος, καλοντυμένος για τη καθιερωμένη σαββατιάτικη έξοδο μας. Ούτε πόκα, ούτε μπεκρήδες να τον παρασύρουν. Μονάχα αυτός , εγώ και άφθονο κόκκινο κρασί να με ζαλίζει όσο πρέπει για να πιστέψω τα όμορφα του λόγια… Κι η Κυριακή ξημέρωνε με χίλιους ήλιους στον ουρανό και μένα στην αγκαλιά του.
Εμένα που σηκωνόμουν νωρίτερα να βάλω τα τριαντάφυλλα στο βάζο και να ζεστάνω τα αγαπημένα του κρουασάν που ζητούσε μαζί με το σκέτο καφέ του. Καλημερίζοντας τους πάντες στη γειτονιά, του αγόραζα την εφημερίδα και περίμενα να ξυπνήσει πριν ο καφές μας κρυώσει. Της παρηγοριάς, έλεγα στον εαυτό μου μιας κι ο κυριακάτικος καφές στο μπαλκόνι του έδιωχνε όλα τα μεσοβδοματιάτια φαρμάκια μου…
Μα εκείνη την Κυριακή, πάγωσαν όλα. Σηκώθηκε, ντύθηκε κι ήρθε για το γνωστό ενοχικό φιλί που έπαιρνα λίγο πριν την αποχώρηση… Κι αμέσως θυμήθηκα το βλέμμα του Ασίρ, οι ώρες που περίμενα τα βράδια, οι προσπάθειες μου ύστερα από κάθε καυγά, τα σημάδια του στον εαυτό μου, οι πικρές κουβέντες του… Σαν τον καφέ που πέταξα πάνω του με μανία την Κυριακή εκείνη…
Τον κοίταζα παγωμένη για δευτερόλεπτα, μέχρι να ξεστομίσω την καταραμένη λέξη του χωρισμού… Μέσα σε όλα, θυμάμαι τα τελευταία του λόγια… «Δεν αγάπησα ποτέ καμία άλλη…»
Τότε κατάλαβα πως δεν είχε αγαπήσει ούτε εμένα…
Άρθρο: Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
ΠΗΓΗ