Οι βαρκάρηδες του λιμανιού
Πριν πέσει η νύχτα ξεκινούσαν από το λιμάνι με τις μικρές τους βάρκες. Στην πλώρη είχαν τοποθετήσει ένα σίδερο ανάκρουσης ώστε να προστατεύει την βάρκα από την επικείμενη πρόσκρουση με το πλοίο. Διέθεταν επίσης μεγάλα κουπιά. Στην πρύμνη τους κάτω από την λαγουδέρα και τον απαραίτητο αριθμό του Λιμεναρχείου, είχαν γράψει το όνομα της βάρκας τους που συνήθως ήταν είτε όνομα γυναίκας είτε όνομα Αγίου. Κωπηλατούσαν πολύ, με προορισμό όσο πιο μακριά μπορούσαν από το λιμάνι του Πειραιά. Ακολουθούσε αναμονή έχοντας ως μοναδικά εφόδια την υπομονή και το τσιγάρο, κοιτάζοντας επίμονα τον ορίζοντα. Μόλις το πλοίο της γραμμής φαίνονταν ξεκινούσαν πρώτα οι απόμακροι και μετά οι πιο κοντινοί προς το λιμάνι να το προσεγγίσουν. Έβαζαν όλη τους την δύναμη να αναπτύξουν ταχύτητα (εκεί χρειάζονταν τα μεγάλα κουπιά) και καθώς το πλοίο έκοβε σταδιακά την ταχύτητά του, έρχονταν παράλληλα με την πορεία του, πετούσαν σχοινί με γάντζο και άρπαζαν με αυτό το κάγκελο της κουβέρτας. Πρώτα οι πιο απόμακροι πηδούσαν πάνω στο καράβι και τραβούσαν για την πρώτη θέση όπου υπήρχε η πιασμένη πελατεία. Εκεί έκλειναν την “χρυσή” συμφωνία. Λίγο αργότερα ανέβαιναν και οι πιο κοντινοί που έκλειναν συμφωνίες με τους επιβάτες της δευτέρας θέσης της λεγομένης “οικονομικής”.
Μόλις το πλοίο έμενε ακίνητο εντός του λιμένα και πλησίον της στεριάς, εκατοντάδες βάρκες είχαν ήδη κολλήσει στα πλευρά του, όπως οι μύγες ένα μεγάλο ζώο και οι βαρκάρηδες φόρτωναν με γοργές κινήσεις τις βαλίτσες από το πλοίο στην βάρκα.
Οι βαρκάρηδες του Βόλγα:
Κάθε βαρκάρης επιδρομέας της πρώτης θέσης έβγαζε διακόσιες δραχμές. Οι επιδρομείς της δεύτερης θέσης έβγαζαν λιγότερα και μερικές φορές τίποτα, αφού οι επιβάτες είχαν ήδη πιαστεί αφού τους απόμακρους βαρκάρηδες. Οι απόμακροι αποκαλούσαν τους κοντινούς “βαρκάρηδες του Βόλγα”!
Μερικοί “βαρκάρηδες του Βόλγα” όμως εκτός από κουπί χειρίζονταν και το μαχαίρι. Έτσι ρισκάροντας την ζωή τους ή την σύλληψή τους από τις αρχές, αν και τραβούσαν κοντά στην μπούκα του λιμανιού, αποφεύγοντας το ολονύκτιο κουπί, με την χρήση “της ισόβιας” όπως έλεγαν το μαχαίρι, έκλεβαν τους επιβάτες από τους απόμακρους που ήθελαν να δουλέψουν τίμια ή καθώς ήταν οικογενειάρχες δεν ήθελαν να ρισκάρουν την ζωή τους για ένα αγώγι. Έτσι έβγαζαν εύκολο χρήμα χωρίς κούραση, αλλά όχι πάντοτε.
Όλα αυτά συνέβαιναν για χρόνια ολόκληρα μέσα στο λιμάνι του Πειραιά, όταν οι προβλήτες ακόμα ήταν άγνωστες και τα πλοία δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την στεριά. Η πρόοδος όμως στο λιμάνι έφερνε διαρκώς νέες προβλήτες, πρώτα σε αυτήν του “Διαδόχου Κωνσταντίνου” όπως αρχικά λέγονταν η προβλήτα της Τρούμπας, στην Ακτή Τζελέπη έπειτα και μετά…..σ΄ όλο το λιμάνι.
Βαρκάρηδες ήταν και οι “γεμιτζήδες” αλλά με κύρια αποστολή την μεταφορά τροφίμων και άλλων εφοδίων στα πλοία που ήταν “αρόδο” δηλαδή έξω από το λιμάνι. Ένας διάσημος που έκανε την δουλειά του γεμιτζή ήταν και ο Ρεμπέτης ο Στράτος Παγιουμτζής, ένας από την “Τετράς του Πειραιώς”.
Τους βαρκάρηδες επιδρομείς έζησε από κοντά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αφού με πλοία έκανε τα ατέλειωτα ταξίδια του, σε όλη την Ευρώπη αλλά και στην Κρήτη που πήγαινε διαρκώς. Γιαυτό το 1928 έφτιαξε ένα νόμο που αποζημίωνε τους χίλιους από τους χίλιους εκατό βαρκάρηδες που ζούσαν με αυτό τον τρόπο κατά την προ προβλήτας εποχή!
Και πραγματικά η ανταπόκριση ήταν τεράστια αφού κάθε βαρκάρης λάμβανε το μυθικό ποσό των 45.000 δραχμών, ποσό που τους έδινε τον χρόνο να ψάξουν να βρουν ένα στεριανό επάγγελμα. Γιαυτό και οι βαρκάρηδες δεν ξέχασαν τον Βενιζέλο ποτέ και αποτελούσαν πάντοτε τους μόνιμους ψηφοφόρους του.
Όμως και οι εκατό που απέμειναν τότε για τις ανάγκες του λιμανιού, συνέστησαν ένα Σωματείο αυτό των Λεμβούχων Πειραιώς που έφερε το όνομα “Αρχαία Τριήρης”.
Ο χαρακτηριστικός τύπος του βαρκάρη με τις τρεις χαρακτηριστικές ενδείξεις “τραγιάσκα, μουστάκι, ζουνάρι”είχε περάσει οριστικά στο παρελθόν. Αξέχαστος βέβαια θα μείνει στον Πειραιά για πολλά χρόνια ο τρόπος του, η χρήση της “ισόβιας”, η μαγκιά και το ζοριλίκι που ήταν αντιστρόφως ανάλογο από την βάρκα που διέθεταν, τρόπος που έγινε ρεμπέτικο τραγούδι.