Οι ευαίσθητα ανθεκτικοί άνθρωποι
Οι συγκυρίες που ζούμε είναι σχεδόν συντριπτικές…
Κι είναι παράξενο που στο πρόσφατο κιόλας παρελθόν είχαμε την εμπειρία του πολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου. Έχουμε ακόμα συλλογικές μνήμες από σκελετωμένα παιδιά που μες τα κουρέλια, βρώμικα και χλωμά προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Σήμερα, ζούμε με τις εικόνες παιδιών που λιποθυμούν στα σχολεία από την ασιτία, με τις εικόνες της απόγνωσης στα πρόσωπα όσων επλήγησαν από την ανεργία ή εξαθλιώθηκαν από την ανύπαρκτη σύνταξη κι αναγκάζονται να μαζεύουν φλούδες λαχανικών κι απομεινάρια φρούτων από τις λαϊκές αγορές, με τις εικόνες της θλίψης σε πρόσωπα γονέων που αδυνατούν να βρουν φάρμακα για τα παιδιά τους…
Παλεύοντας με την αδικία, την ανεργία και την ασθένεια ουσιαστικά παλεύουμε με όλα τα τραύματα της κοινωνίας μας και αναμετρόμαστε ευθέως με την ψυχική μας αντοχή.
Νιώθω δέος μπροστά σε εμάς τους Έλληνες που μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, της σκληρότητας της εξαθλίωσης ή της ασθένειας ορίζουμε ξανά τα όρια των εννοιών της ανθεκτικότητας και της προσαρμογής, με εργαλείο την ίδια μας την ψυχή. Θέλω να κλάψω, να διαμαρτυρηθώ και να φωνάξω, αλλά μου βγαίνει δέηση, παράκληση και τελικά αλληλεγγύη, δράση κι ανθρωπιά.
Και κάπως έτσι, αρχίζω να παρατηρώ τον πόνο του τόπου μου, τον «πόλεμο» που διεξάγεται ξανά, στην άκρη του χάρτη της Ευρώπης. Κι η απόγνωση μου γίνεται πάλι δέηση, καθώς νιώθω τα ένστικτα και την προσωπικότητα μου να συνθλίβονται από μία νέα «διάγνωση» που αγνοεί τον άνθρωπο, την οικογένεια και το παιδί που τόσο πολύ θέλω να δω ευτυχισμένο.
Μα… δεν είναι παράξενη η μοναξιά ορισμένων ανθρώπων κι ορισμένων εθνών; Δεν είναι ιδιάζουσα η μοίρα τους; Και κάπου ανάμεσα στα ερωτήματα που αναδεύουν το μυαλό μου, η εικόνα δείχνει πιο ξεκάθαρη: προσαρμογή και ανθεκτικότητα σημαίνει αναγνωρίζω τα συναισθήματα και τις ανάγκες μου. Δεν τα καταπιέζω, δεν τα αγνοώ. Τα τιμώ και ταυτόχρονα βάζω στόχο μία βέλτιστη κατάσταση, σύμφωνα με τις δεδομένες εσωτερικές κι εξωτερικές συνθήκες. Επενδύω συναισθηματικά σε ρεαλιστικές κι ηθικά ορθές λύσεις και διαμορφώνοντας έναν αρχικά μικρό στόχο, ως την καλύτερη δυνατή αλλαγή, οραματίζομαι το μέλλον, εξετάζοντας όλα τα διαθέσιμα πιθανά σενάρια που θα στηρίξουν τη μετάβαση σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Κάπως έτσι, ανθρώπινα αφήνω στην άκρη κάθε εκπαίδευση κι επαγγελματική κατάρτιση και με μόνη πυξίδα την ψυχή μου, παρατηρώ τους μηχανισμούς κατανόησης και συμπεριφοράς ανθρώπων που διαθέτουν το χαρακτηριστικό της «ψυχικής ανθεκτικότητας», όπως θα έλεγε η αναπτυξιακή ψυχολογία, με την «έννοια της δυναμικής διαδικασίας θετικής προσαρμογής» στο πλαίσιο αντιξοοτήτων ή δυσμενών καταστάσεων της πορείας του βίου μας.
Η ζητούμενη «ανθεκτικότητα» επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό αρχικά από την αναπτυξιακή μας εξέλιξη (τρόπος ανατροφής μας) και τις μεταβαλλόμενες συνθήκες διαβίωσης, με την έννοια των συνθηκών επικινδυνότητας (συχνότητα κι ένταση που αυτές εμφανίζονται).
Η βιβλιογραφία αναφέρει την ψυχική ανθεκτικότητα ως δεξιότητα θετικής προσαρμογής (Masten & Reed, 2002). Αναφέρει επίσης, πως οι πηγές στήριξης βρίσκονται κυρίως στα ανθρώπινα, κοινωνικά, άυλα κι υλικά «εφόδια» που διαθέτει ένα πρόσωπο και χρησιμοποιεί στις διαδικασίες προσαρμογής στις εκάστοτε συνθήκες.
Εκτός των πηγών στήριξης, έχουν μελετηθεί κι οι έννοιες των εσωτερικών κι εξωτερικών δυνατοτήτων, καθώς και των προστατευτικών παραγόντων που συμβάλλουν θετικά στην έννοια της ανθεκτικότητας.
Σε αυτούς τους προσωπικούς προστατευτικούς παράγοντες συγκαταλέγονται οι καλές γνωστικές λειτουργίες, η αυτοεκτίμηση, η πίστη, η ύπαρξη νοήματος στη ζωή, η αισιοδοξία, ο αυτοέλεγχος, οι καλές κοινωνικές σχέσεις, καθώς κι οι επικοινωνιακές και κοινωνικές δεξιότητες που ένας άνθρωπος διαθέτει.
Ένα σημείο-κλειδί για την κατανόηση της δεξιότητας της ανθεκτικότητας, είναι η αποδοχή της πραγματικότητας, όσο δύσκολη κι εάν είναι.
Κατά το στάδιο της αποδοχής, θα βιώσουμε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των συνειδητών και ασυνείδητων συναισθημάτων κι αναγκών, οι οποίες αρχικά θα δημιουργήσουν εσωτερική ένταση. Σε μία προσπάθεια ανακούφισης από αυτή την ένταση θα αναδυθούν αμυντικοί μηχανισμοί προστασίας ή/και προβληματισμού. Εάν η ένταση παραμείνει έντονη και συνεχής, τότε οι αμυντικοί μηχανισμοί αναλαμβάνουν τον έλεγχο και πιθανότατα λειτουργούν στρεβλώνοντας την πραγματικότητα κι ως εκ τούτου επηρεάζοντας με αρνητικό τρόπο τις κρίσιμες αποφάσεις μας.
Για τον λόγο αυτόν απαιτείται να επεξεργαστούμε με σεβασμό και προσοχή τις άμυνες μας και να εστιάζουμε στον οραματισμό ενός λειτουργικού κι ευνοϊκότερου – από το παρόν – μέλλοντος.
Το να δημιουργεί κανείς ένα στόχο για το μέλλον, αντί να εξαντλείται στο παρόν, είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της συναισθηματικής ανθεκτικότητας: εστιάζουμε στο μέλλον, με ρεαλιστικές κι ηθικές λύσεις που θα σέβονται τις συνέπειες. Τα εμπόδια, στο στάδιο αυτό, είναι να μην παγιδευτούμε σε συναισθηματική αδράνεια και να μην τα παρατήσουμε στην πρώτη δυσκολία. Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, οφείλουμε να είμαστε σε επαφή με τα συναισθήματα μας και συγχρόνως να πειθαρχούμε μένοντας στο μονοπάτι της προσπάθειας για βελτίωση. Η ανθεκτικότητα είναι όσο γενετικά προκαθορισμένη, τόσο και επίκτητη. Η διαδικασία εκπαίδευσης της ανοχής μας είναι αργή κι επίπονη, όμως μας προστατεύει από τα συμπτώματα κατάθλιψης κι άγχους, αυξάνει την εστίαση της προσοχής και την ικανότητα σχεδιασμού και τη λήψης αποφάσεων και τέλος απορροφά τους κραδασμούς και δημιουργεί ικανοποιητικές εναλλακτικές λύσεις και προοπτικές, αυξάνοντας το ποσοστό επιτυχίας επίτευξης του τελικού στόχου βελτίωσης της παρούσας κατάστασης.
Αναφορικά με τους προστατευτικούς παράγοντες, αξίζει να προσέξουμε τη συναισθηματικά υγιή σχέση με το κοινωνικό μας δίκτυο. Οι επαρκείς και συναισθηματικά διαθέσιμοι φίλοι που ενδιαφέρονται και νοιάζονται ειλικρινώς, είναι σημαντικοί παράγοντες στήριξης, σε κάθε ανισορροπία της ζωής μας.
Η ενδυνάμωση των προσώπων, των οικογενειών και της κοινωνίας, μέσα από την κοινωνική συνοχή, μειώνει το άγχος αντιμετώπισης των παραγόντων επικινδυνότητας, δίνει χώρο και χρόνο στα συναισθήματα μας και συντελεί στην ανάληψη των κατάλληλων πρωτοβουλιών επίλυσης.
Ιστορικά, παρατηρούμε ότι όταν σε αντίξοες συνθήκες, τα σχολεία, οι οικογένειες κι οι κοινότητες συνεργάστηκαν για να μοιραστούν και να ενισχύσουν την ψυχική ανθεκτικότητα, παράχθηκε στήριξη και καθοδήγηση, συμβάλλοντας στη διευκόλυνση της προσαρμογής και την εργασία προς τη σταδιακή μετάβαση σε ευνοϊκότερες συνθήκες διαβίωσης.
Εάν η οικογένεια έχει παιδιά, μπορεί να βοηθήσει την ψυχική τους ανθεκτικότητα, εάν έστω ένας γονέας επικεντρωθεί στη διατήρηση της ψυχικής και συναισθηματικής επαφής με αυτά. Η διαθεσιμότητα ενηλίκων με επάρκεια στη ζωή των παιδιών είναι βασική προϋπόθεση για την προαγωγή της ψυχικής ανθεκτικότητας, καθώς τα κάνει να αισθάνονται πολύτιμα κι ορατά και τις πράξεις των γονιών τους προβλέψιμες, ενισχύοντας την ασφάλεια στο οικογενειακό σύστημα.
Συνοψίζοντας, νομίζω πως αυτό που χρειαζόμαστε σε στιγμές που η ισορροπία μας χάνεται, είναι να δούμε και να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, χωρίς να τον κρίνουμε για τα συναισθήματα που έχει. Τα συναισθήματα της αγωνίας και του φόβου έχουν σκοπό να μας προστατέψουν κι έτσι αξίζει να τα σεβαστούμε και να τα αποδεχθούμε, ώστε να μπορέσουμε πιο ήρεμοι να εξετάσουμε ηθικές λύσεις βελτίωσης των συνθηκών της ζωής μας. Εάν αποδεχτούμε τα συναισθήματά μας δε, είναι σα να αποδεχόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, είναι να του δίνουμε το χώρο για να υπάρχει και να αντέχει ακόμα και τα δύσκολα. Επίσης, δημιουργώντας και καλλιεργώντας ειλικρινείς φιλικές σχέσεις, δημιουργούμε ουσιαστικά ένα δίκτυ ασφάλειας για εμάς και την οικογένεια μας, που εκτιμά την αξία μας και σέβεται τις προσπάθειες μας.
Κάπως έτσι, νιώθουμε πιο δυνατοί και βήμα-βήμα ξεκινούμε προς μία πορεία που έχει στόχο τη βελτίωση και την εξέλιξη μας.
Γράφει η Χαρίκλεια Μανουσάκη,
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και
Επικοινωνίας Ανθρώπινων Σχέσεων,
ΠΗΓΗ