Ο καθημερινός άνθρωπος είναι «ψυχικά δυνατός»;
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.
Η αυτοεικόνα μας «σχηματίζεται» ως ένα σχετικά σταθερό «νοητικό σχήμα» από τον εγκέφαλο, μέσα από δύο παράγοντες. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε εμείς για τον εαυτό μας, μέσα από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, και από αυτό που αντιλαμβανόμαστε από μικρή ηλικία, ότι πιστεύουν οι άλλοι για εμάς (γονείς, οικογένεια).
Όσο έξυπνο δηλαδή και αν είναι ένα παιδί, αν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που το αποκαλούν «μέτριο», το μυαλό του δεν θα μπορέσει λόγω του περιβάλλοντος να αναπτύξει τις ικανότητές του. Το ίδιο, μπορούμε να πούμε, ότι ισχύει για τις συναισθηματικές αντιδράσεις μας. Ένας άνθρωπος μπορεί να μάθει να αντιδρά «δυναμικά» απέναντι στα εξωτερικά γεγονότα, και άλλος να τα δέχεται με θλίψη ή παθητικά, θεωρώντας λανθασμένα τον εαυτό του «αδύναμο». Επειδή όμως πρόκειται για μάθηση, το άγχος η θλίψη ως συναισθηματικές αντιδράσεις, μπορούν να απομαθευτούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι όλοι οι άνθρωποι μαθαίνουμε συνεχώς και γινόμαστε σε όλη μας την ζωή «ψυχικά δυνατοί», δεν γεννιόμαστε με κάποιο «χάρισμα» ψυχικής δύναμης, το οποίο άλλοι έχουν και άλλοι όχι.
Τι θεωρεί όμως μία κοινωνία ως ψυχική δύναμη;
Ένα λανθασμένο στερεότυπο, είναι ότι ο άνθρωπος που δεν «εξωτερικεύει» τα προβλήματά του, δεν δείχνει τις «αδυναμίες» του στους άλλους, είναι «δυνατός ψυχικά». Υπάρχει ο παντοδύναμος αυτός άνθρωπος; Ο άνθρωπος που δεν φοβάται; Φυσικά και όχι, ο άνθρωπος διαθέτει το έμφυτο συναίσθημα του φόβου, για προστασία του οργανισμού. Οι άνθρωποι που «έχουν μάθει» να φέρονται έτσι, να «κλείνονται», είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουν το άγχος, την μελαγχολία και την πτώση της ψυχικής διάθεσης. Γίνονται πιο «ευάλωτοι» σε αυτά, διότι «έχουν μάθει» λανθασμένα, ότι είναι «αδυναμία» το να εξωτερικεύουν σκέψεις και συναισθήματα τους. Πιο «ευάλωτοι» διότι δεν μιλούν για τις «ανησυχίες» τους σε άλλους, δεν «συγκρίνουν» με σωστό τρόπο τις σκέψεις τους με άλλων ανθρώπων και νομίζουν ότι μόνο αυτοί νιώθουν «αδύναμοι», ενώ στην πραγματικότητα κανένας άνθρωπος δεν είναι «παντοδύναμος». Μπορεί αυτό το «κλείσιμο» στον εαυτό να αλλάξει; Η απάντηση είναι φυσικά και μπορεί.
«Ψυχική δύναμη» συχνά θεωρείται λανθασμένα, το να ανταπεξέλθει κάποιος μόνος του, σε δύσκολες καταστάσεις που του δημιουργούν άγχος ή θλίψη. Παρατηρείται το γεγονός, ότι ένας άνθρωπος δεν νιώθει «ψυχικά αδύναμος» αν τον πονά το στομάχι του και απευθυνθεί σε έναν γαστρεντερολόγο. «Δεν νιώθει ότι οφείλει» να γνωρίζει τα πάντα για το στομάχι ως όργανο.Το άγχος ή ή θλίψη όμως, λόγω άγνοιας, εκλαμβάνονται από το άτομο ως χαρακτηριστικά ενός «αδύναμου μυαλού» και όχι ως «φυσιολογικές αντιδράσεις» του, οι οποίες αντιμετωπίζονται οριστικά με την καθοδήγηση ειδικού.
Ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι πολύ σημαντικό να δείχνει ψυχικά «δυνατός» στους άλλους. Συχνά υπάρχει ο ασυνείδητος φόβος του, ότι ειδάλλως θα χάσει την εκτίμηση των άλλων αν «αυτοί» αντιληφθούν κάποια «αδυναμία» του. Στην πραγματικότητα συχνά «φοβάται» και θεωρεί ο ίδιος, ότι «υπάρχει κίνδυνος» να πέσει η αυτοεικόνα του στα «μάτια» του, όπως την κρίνει με βάση το τι θεωρεί μία κοινωνία ως «δύναμη», Αυτό το έχει ασυνείδητα «ενσωματώσει» στα «κριτήρια αυτοεκτίμησης του» από την ανατροφή του. Αυτός ο φόβος για παράδειγμα είναι πολύ μεγαλύτερος στο ανδρικό φύλο. Η γυναίκα η οποία έχει ανατραφεί με το στερεότυπο ότι είναι πιο ευαίσθητη, άρα επιτρέπεται να εκδηλώνει την ευαισθησία της, κρίνει λιγότερα αυστηρά τον εαυτό της και «ανοίγεται» πιο εύκολα στο περιβάλλον της ή σε έναν ειδικό. Το περιβάλλον συχνά επίσης, θεωρεί ότι είναι πιο φυσιολογικό να εκδηλώνεται συναισθηματικά μια γυναίκα.
Ο άνθρωπος συχνά θεωρεί λανθασμένα ότι όλοι οι άλλοι άνθρωποι είναι ψυχικά «παντοδύναμοι». Αυτό οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος ως καθημερινός ψυχολόγος δεν κάνει «επιστημονική ανάλυση» της συμπεριφοράς του και των άλλων. Έτσι μία συμπεριφορά των άλλων, μπορεί να δείχνει πλασματικά ως ψυχική δύναμη, πχ η χρήση αλκοόλ, μπορεί να εκλαμβάνεται ως ανδρισμός και όχι ως ένα βλαβερό «αγχολυτικό». Πολλοί άνδρες πχ προσπαθούν να κρύψουν από τις συντρόφους τους το άγχος τους για την επιβίωση. Κάποιες φορές μπορεί να θεωρούν ότι δεν θα αρέσει στην σύντροφό τους να τους δει «έτσι». Πιθανά και οι σύντροφοί τους να συνειδητοποιούν αυτό το «θέατρο», επειδή όμως η καθημερινότητα είναι ήδη δυσάρεστη λόγω της οικονομικής κρίσης, αποφεύγουν ασυνείδητα, όχι από κακία, να συζητούν οτιδήποτε δυσάρεστο. Σε τέτοιες καταστάσεις, αντί να υπάρχει επικοινωνία, ο καθένας «κλείνεται» στον εαυτό του, ή ψάχνει «αγχολυτικό» σε «ξέγνοιαστες» επιφανειακές επαφές, διαφεύγοντας από την πιο δύσκολη επίλυση του πραγματικού προβλήματος στην σχέση. Το ανθρώπινο μυαλό ασυνείδητα, ψάχνει την πιο εύκολη λύση.
Πολλοί άνθρωποι, έφηβοι ή ενήλικοι, που λανθασμένα δεν θεωρούν τον εαυτό τους «ψυχικά δυνατό», έχουν μεγαλώσει σε ένα «δύσκολο» ή «ψυχρό» οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο χωρίς κακή πρόθεση, επηρέασε την εικόνα για τον εαυτό τους. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να «κλείνονται» πολύ στον εαυτό τους. Μπορεί να θεωρούν ότι δεν είναι, και ότι δεν μπορούν να γίνουν ψυχικά δυνατοί όπως οι άλλοι. Το οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση να παρατηρήσει τέτοιες συμπεριφορές, καθώς μπορεί να απειλήσουν ακόμη και την ζωή του δικού τους ανθρώπου. Η καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων θα μπορούσε να παρομοιαστεί κάποιες φορές, με ένα «θεατρικό έργο». Αν «κρύψει» αυτά που τον φθείρουν, οι άλλοι δεν θα καταλάβουν τίποτα. Αυτό ικανοποιεί και το άτομο στο να συντηρεί την λανθασμένη εικόνα που έχει για την ψυχική δύναμη. Ας «ταλαιπωρείται» μόνος του, η «εικόνα» που δείχνει είναι «καλή». Έτσι μπορεί να εξωτερικεύεται πιο εύκολα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε αγνώστους, καθώς εκεί δεν «θίγεται» η αυτοεικόνα του. Παραμένει όμως κλεισμένος στον εαυτό του και ουσιαστικά μόνος του στην καθημερινότητά του, καθώς οι γύρω του αφού δεν «ξέρουν» πως νιώθει, δεν τους νιώθει κοντά του πραγματικά.. Γενικότερα, το διαδίκτυο λειτουργεί για πολλούς ανθρώπους ως ένας «κακός εξομολογητής», καθώς ο άνθρωπος μπορεί να αναβάλλει ασυνείδητα κάποιες φορές να μάθει να μιλάει το ίδιο «ανοιχτά» σε πραγματική ανθρώπινη επαφή.
Οι άνθρωποι συχνά κρίνουν λανθασμένα την «ψυχική δύναμη», ακόμη και από την εξωτερική εμφάνιση
Έτσι, ένας υπέρβαρος άνθρωπος μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ψυχικά αδύναμο, και να θεωρεί «παντοδύναμο» τον λεπτό σωματικά άνθρωπο, στον οποίο απλά το μυαλό αντιδρά με έναν διαφορετικό τρόπο στο άγχος ή την στενοχώρια, με το «κλείσιμο της όρεξης». Πρόκειται όμως για δύο διαφορετικού τύπου «αντιδράσεις» του μυαλού, οι οποίες μπορούν να απομαθευτούν και όχι κάποια έμφυτη αδυναμία.
Τι συνέπειες έχει ο λάθος φόβος ότι δεν είμαστε «ψυχικά δυνατοί»;
Αν για παράδειγμα, ένας άνδρας απολυθεί από την εργασία του, και πιστεύει ότι έτσι μειώνεται το κύρος και η αξία του, συχνά θα θεωρήσει ότι αυτό βλέπουν και οι άλλοι. Είναι πιθανό να θεωρήσει ότι «πέφτει» στα μάτια της συντρόφου του ενώ αυτό δεν έχει συμβεί. Θεωρεί δηλαδή ότι την σκέψη που κάνει ό ίδιος για τον εαυτό του την κάνουν οι άλλοι. Πρόκειται για έναν ασυνείδητο «μηχανισμό» που διαθέτει το μυαλό μας. Τον ξέρουμε πιο απλοϊκά, ότι αν πχ δεν μας αρέσει μία ελιά στο πρόσωπό μας, νομίζουμε ότι δεν αρέσει στους άλλους και όλοι κοιτάνε αυτήν με «ενόχληση». Ονομάζεται «προβολή», καθώς προβάλλουμε σκέψεις που κάνουμε για τον εαυτό μας, ότι τις κάνουν άλλοι για εμάς. Πρέπει να τονίσουμε επομένως ότι ο άνθρωπος συχνά φοβάται όχι μόνο εξωτερικά αίτια, αλλά και «εσωτερικά», όπως την «μείωση» της αυτοεικόνας του, παρότι, η «μείωση» γίνεται μόνο στο δικό του μυαλό.
Ένας άνθρωπος που έχει μία αρνητική «εικόνα» για τον εαυτό του, δεν μπορεί να αντιληφθεί (να «αναλύσει» αντικειμενικά ως ειδικός) ότι πιθανά ευθύνονται εξωτερικοί παράγοντες οι οποίοι φέρνουν τις αρνητικές σκέψεις και την μελαγχολία. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι η προσωπικότητά του έχει μάθει (αθέλητα, σε μικρή ηλικία), να «ρίχνει» το «φταίξιμο» προς τον εαυτό του, και καθώς αυτό το κάνει «αυτοματοποιημένα», η «πραγματικότητα» που «βλέπει», θεωρεί ότι είναι η μία και μοναδική, απόλυτα σωστή, δεδομένη πραγματικότητα. Έτσι μπορεί να έχει την «τάση» να ερμηνεύει αρνητικές καταστάσεις της ζωής που του τυχαίνουν ως αποτέλεσμα δικής του ευθύνης και υπαιτιότητας και την κακή ψυχική διάθεση του, ως «πρόβλημα» και δική του «αδυναμία». Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί εύκολα να οδηγεί σε μελαγχολική ή καταθλιπτική συναισθηματική διάθεση.
Ο άνθρωπος όμως προκειμένου να νιώθει πραγματικά «δυνατός», πρέπει να μάθει να μην φοβάται να δείχνει τις «αδυναμίες» του, το ότι είναι άνθρωπος, και ότι δεν είναι «ντροπή» να «μαθαίνει» όταν χρειάζεται, το πως να τις ξεπερνά. Δεν τις «αρνείται», καθώς θα ήταν σαν να αρνείται την ανθρώπινη φύση του. Η «δύναμη» βρίσκεται στο να τις «αναγνωρίζει», να τις «παραδέχεται», και να προσπαθεί όταν χρειάζεται να «μάθει» πώς να τις «ξεπεράσει».
Ο φόβος απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις, είναι ένα έμφυτο συναίσθημα με σκοπό την προστασία μας. Όλοι οι ήρωες στην ιστορία, ένιωθαν φόβο, απλά «έμαθαν» με την λογική σκέψη να τον σταματούν, μία ικανότητα που διαθέτει το ανθρώπινο μυαλό. Το συναίσθημα του φόβου το νιώθουμε όμως και όταν ανησυχούμε ότι έχουμε κάτι να «χάσουμε», ακόμη και αν αυτό είναι το αυτοκίνητό μας και όχι η ζωή μας.
Είναι σημαντικό, ότι αυτή η μάθηση απομαθαίνεται, και δεν πρέπει να βάζει κάποιος «ταμπέλες» ψυχικής ασθένειας στον εαυτό του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για αύξηση της κατάθλιψης την εποχή της οικονομικής κρίσης, δημιουργείται μία εικόνα στο κόσμο σαν να «προσβάλλονται» από κάποιον ιό «οργανικής ασθένειας» μη αντιμετωπίσιμης. Είναι δεδομένο ότι δεν είναι έτσι. Πρόκειται συχνά για έναν «μαθημένο» τρόπο συναισθηματικής αντίδρασης, ο οποίος μπορεί να αλλάξει.