Ο Γκριφόν
« Γκριφόν….» απεφάνθη ένας τουρίστας επιβάτης όταν τον βρήκαν ν’ αρμενίζει μεσοπέλαγα, κουλουριασμένο μέσα σ’ ένα βαρέλι χωρίς πάτο και καπάκι, στ’ ανοιχτά της Σαντορίνης.
« Θα τον έχουν πετάξει από κανένα γιοτ», είπαν κι οι άλλοι επιβάτες στον βαρκάρη. Κι εκείνος, κάτι από ψυχοπόνεση, κάτι από ψυχή σκέτη, τον μάζεψε.
Από κει και μετά ο Γκριφόν πολιτογραφήθηκε μούτσος. Η ζωή του η υπόλοιπη είναι ένα πλοίο. Κάθεται άκρη – άκρη στην πλώρη κι αφήνει το αλμυρό φυσούνι να του παίρνει τα άγρια γκρίζα τσουλούφια του. Αγναντεύει το πέρα, τα νησιά και το ηφαίστειο. Έχει μάθει να ζει μόνο για το σήμερα και το αύριο. Το χτες πέθανε μόλις.
Περνάει αθέατος ανάμεσα σ’ ατέλειωτες σειρές ανθρώπινα πόδια, όμως αυτός δεν έχει αποσκευές, ούτε πατρίδα. Λίγες οι σχέσεις του κι οι πατημασιές του ελαφριές, όπως ταιριάζει σ’ έναν άντρα που απ’ τη γούνα του έχουν περάσει πολλά και δεν θέλει άλλα.
Όμως, ξεχνιέται αραιά και που, κι απαγκιάζει το μουσούδι του στη μυρωδιά μιας μασχάλης, στη θέρμη ενός βλέμματος, εκεί όπου οσμίζεται ότι τον συμπαθούν. Λίγο μόνο, μόνο για προσωρινά. Γιατί αυτός δεν έχει πια πατρίδα. Είναι μόνο ο Γκριφόν, που για να τον αγαπήσουν τον αγόρασαν, μα τον έχουν πετάξει……
Από την ανέκδοτη συλλογή πεζών κειμένων μου, με τον τίτλο
« Στιγμιότυπα»
Το κείμενο είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία
© 2013 Δώρα Νικολαΐδου