Ι. Μ. Κωνσταντάκος MPhil, PhD (Cantab.):Εμείς και εμείς: Σκέψεις και ερωτήματα
Κάθε συζήτηση ή διερεύνηση της έννοιας του «εμείς» στη σημερινή Ελλάδα οφείλει να ξεκινάει από το διασημότερο ελληνικό ποίημα που επικεντρώνεται σε τούτη τη λέξη:
βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Αυτά έγραφε ο Καβάφης το 1931 («Στα 200 π.Χ.» είναι ο τίτλος του ποιήματος), με απόλυτη επίγνωση της σημασίας των λέξεων. Ο πανούργος γέρος της Αλεξάνδρειας ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο ίδιος και ποιος ήταν ο λαός του. Γνώριζε απ’ έξω και από μέσα όλα τα «εμείς» του Ελληνισμού, από τους αρχαίους καιρούς μέχρι την εποχή του. Τι ισχύει, όμως, για εμάς σήμερα, τους επιγόνους του ποιητή στον 21ο αιώνα, που ετοιμαζόμαστε κιόλας να γιορτάσουμε την επέτειο της γέννησης και του θανάτου του; Τι ακριβώς έχουμε στο μυαλό μας, όταν χρησιμοποιούμε το πρώτο πληθυντικό της προσωπικής αντωνυμίας; Με άλλα λόγια, ποιο είναι το δικό μας «εμείς»;
Η τωρινή κρίση, που μαστίζει για χρόνια τον τόπο μας με ανυπολόγιστο κόστος στις ζωές των ανθρώπων, μοιάζει να είναι η πιο πολυσυζητημένη καμπή στη νεότερη ιστορία μας. Σωρεία αναλύσεων μας προσφέρεται καθημερινά για αυτήν από τους τηλεοπτικούς σοφούς. Χιλιάδες λέξεις δαπανώνται, γραπτά και προφορικά, από κυβερνητικούς παράγοντες και ακαδημαϊκούς μελετητές, από διανοούμενους των μέσων και δημοσιογραφικούς καλάμους, προκειμένου να διερευνηθούν τα αίτια και οι επιπτώσεις της, η πορεία της και η πιθανή της έκβαση. Σπάνια, ωστόσο, θα ακούσουμε να συσχετίζεται η οικονομική αυτή δυσπραγία με κάποια βαθύτερη υπαρξιακή κατάσταση, η οποία εντούτοις ενδέχεται να αποτελεί ένα από τα πιο καταχωνιασμένα και απόκρυφα γενεσιουργά αίτια της σημερινής συγκυρίας: εννοώ την κρίση ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού του ελληνικού λαού, την απώλεια της γνώσεως του «εμείς».
Κάπου στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών της ιστορίας μας, φαίνεται να λησμονήσαμε ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα. Χάσαμε την επαφή με την πνευματική μας παράδοση, τόσο την παλαιότερη όσο και την πιο πρόσφατη, που ήταν η βασική πηγή της αυτοσυνειδησίας μας. Πιστέψαμε ίσως πως η ύπαρξή μας ταυτιζόταν με τα καταναλωτικά δάνεια και τις οργανωμένες διακοπές έναντι δόσεων πληρωμής, με τα περιοδικά του lifestyle, τις μόδες των παπουτσιών και τα επινοήματα της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, που ανανεώνονται προτού προλάβουν να παλιώσουν. Ο πολιτισμός μας, από δημιουργία και δύναμη του πνεύματος, έγινε και αυτός είδος για κατανάλωση — και αναπόφευκτα κατάντησε να μετριέται με αριθμούς εισιτηρίων, μεγέθη ακροαματικότητας και πωλήσεις αντιτύπων. Η απώλεια της επαφής με την πνευματική μας ιστορία εκμηδένισε τον κοινό παρονομαστή μας, κατέστρεψε τον πιο ισχυρό συνεκτικό δεσμό που μας κρατούσε ενωμένους και μας χώνευε οργανικά σε ενιαίο σύνολο. Και έτσι το «εμείς» μας δεν είναι πια διακήρυξη κοινότητας, αλλά απλή αναγκαιότητα της γραμματικής.
«Για την Ελλάδα η πενία είναι ο παντοτινός της σύντροφος· όσο για την αρετή, τούτη είναι επείσακτο αγαθό, που το έχουμε σφυρηλατήσει χάρη στη σοφία και στον ισχυρό μας νόμο. Αυτήν την αρετή μεταχειρίζεται η Ελλάδα προκειμένου να αποκρούει τόσο την πενία όσο και την αυταρχική εξουσία». Τούτα τα λόγια βάζει ο Ηρόδοτος στο στόμα του εξόριστου Δημάρατου, έκπτωτου βασιλέα της Σπάρτης και γιου της ωραιότερης γυναίκας του Ελληνισμού. Ο Σπαρτιάτης τα απευθύνει στον Πέρση μονάρχη Ξέρξη, παραμονές της περσικής εισβολής στον ελληνικό χώρο. Με τέτοιους στοχασμούς προσπαθούσε ο ιστορικός από την Αλικαρνασσό να εκπληρώσει έναν από τους κεντρικούς στόχους του μεγάλου συγγράμματός του: να προσδιορίσει την ιδιαίτερη ταυτότητα των Ελλήνων έναντι των γειτονικών τους λαών, ιδίως εκείνων της Ανατολής. Αυτό είναι το πραγματικό θέμα της ηροδότειας εξιστόρησης των μηδικών πολέμων: να αναδειχθεί η ουσία του ελληνικού πνεύματος, σε αντιδιαστολή προς τον πολιτισμό της περσικής αυτοκρατορίας, της κραταιής δύναμης εκείνου του καιρού. Σήμερα, τα κέντρα της εξουσίας έχουν μετακινηθεί σε άλλες περιοχές. Αλλά η ανάγκη να καθορίσουμε τη δική μας ιδιαιτερότητα έναντι των ξενικών εξουσιών, παραμένει το ίδιο επιτακτική.
Ο Ηρόδοτος, όπως και ο Καβάφης, είναι απλώς δύο στιγμές από τη μεγάλη πνευματική παράδοση που εγκαταλείψαμε και μισολησμονήσαμε. Σε αυτήν την παράδοση, στα έργα της και στη σοφία της, οφείλουμε να εγκύψουμε και πάλι, αν θέλουμε να βρούμε ουσιώδη απάντηση στο ερώτημα: «Ποιοι είμαστε;». Εννοώ, φυσικά, πραγματική μελέτη των πνευματικών δημιουργιών και του πολιτισμού μας, με την προσήλωση και την αφοσίωση που χαρακτήριζαν τη λογιοσύνη παλαιότερων καιρών. Τώρα, όπως και σε κάθε άλλη εποχή κρίσης, είναι ανάγκη να αναζητήσουμε και να ανακαλύψουμε τις πνευματικές αξίες που μετράνε για εμάς και συγκροτούν την ταυτότητά μας — να μάθουμε ξανά την αληθινή σημασία του δικού μας «εμείς».
Ιδού μια παραβολή από άλλη σπουδαία πνευματική παράδοση, η οποία ίσως έχει κάτι να πει και για τη δική μας περίπτωση. Προέρχεται από το Ταλμούδ, το ιερό σύγγραμμα του ραβινικού ιουδαϊσμού, πελώριο συμπίλημα γνώσης και διδασκαλίας των Εβραίων από τους ύστερους αιώνες της αρχαιότητας. Κάποτε, λέγει η διήγηση, η ρωμαϊκή εξουσία απαγόρευσε στους Εβραίους υποτελείς της τη διδασκαλία της τορά — δηλαδή του «Νόμου» ή της Πεντατεύχου, των πέντε πρώτων και θεμελιωδών βιβλίων της εβραϊκής Γραφής (από τη Γένεση έως το Δευτερονόμιο), που αποτελούσαν τη βάση για τη σπουδή των ιερών παραδόσεων του ιουδαϊσμού. Τότε κατέφτασε κάποιος Εβραίος πατριώτης, ονόματι Πάππος μπεν Γιεχούντα, και βρήκε τον περίφημο ραβίνο Ακίβα, την ώρα που τούτος ο τελευταίος είχε οργανώσει δημόσια συγκέντρωση και δίδασκε ανοιχτά την τορά στο ακροατήριό του. «Ακίβα, τι κάνεις;», αναφώνησε ο επισκέπτης. «Δεν φοβάσαι καθόλου την επάρατη εξουσία;». Αντί για απάντηση, ο Ακίβα διηγήθηκε τον ακόλουθο μύθο:
Μια φορά η αλεπού πλησίασε στην όχθη στο ποτάμι και παρατήρησε τα ψάρια, που μαζεύονταν πότε στο ένα μέρος και πότε στο άλλο. Τους έβαλε φωνή, λοιπόν: «Βρε σεις, γιατί το βάζετε έτσι στα πόδια; Από τι πάτε να ξεφύγετε;». Εκείνα της αποκρίθηκαν: «Από τα δίχτυα, βέβαια, τα δίχτυα που ρίχνουν πάνω μας τα τέκνα των ανθρώπων». Τότε η αλεπού τους έκανε μια πρόταση: «Για πείτε μου, δεν θα σας άρεσε να έρθετε και εσείς εδώ στη στεριά; Θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί εγώ και εσείς, μια γειτονιά, όπως κατοικούσαν και οι προπάτορές μου παρέα με τους δικούς σας έναν καιρό». Κοιτάξτε, όμως, τι της αντιγύρισαν τα ψάρια: «Καλά, μωρή, εσένα βρήκαν να αποκαλέσουν το εξυπνότερο των ζώων; Χαρά στην εξυπνάδα. Εσύ, μάτια μου, είσαι τελείως χαζή. Πώς θα ζήσουμε εμείς στη στεριά, δεν μας λες; Εδώ κάτω, μέσα στα νερά, βρισκόμαστε τουλάχιστον στο φυσικό μας περιβάλλον, και μολαταύτα τραβούμε τόσον φόβο. Για φαντάσου τι θα παθαίναμε, αν ερχόμασταν στο μέρος που είναι για εμάς σίγουρος θάνατος!». Έτσι ο Ακίβα έδειξε, με γλαφυρό τρόπο, ότι η μελέτη της Πεντατεύχου και των ιερών παραδόσεων είναι η μοναδική ζωή για τον λαό του Ισραήλ, τόσο απαραίτητη για την επιβίωσή του όσο το νερό για τα ψάρια.
Μακάρι, λέω, να βρισκόταν και για μας, στη σημερινή μας κατάσταση, κάποιος σοφός δάσκαλος που θα κατόρθωνε να εντυπώσει στην ψυχή του λαού μας ανάλογο δίδαγμα, προκειμένου για τα σπουδαία κείμενα της δικής μας παράδοσης. Γιατί τώρα τα παιδιά μας, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, μοιάζουν ακριβώς σαν τα ψάρια έξω από το νερό. Με τα μυαλά τους σκορπισμένα σε ένα σωρό κατευθύνσεις και γνωστικά αντικείμενα, αδυνατούν να συγκεντρωθούν σε εκείνο που τους χρειάζεται στα αλήθεια να μάθουν. Περικυκλωμένα από τις μάζες της πληροφορίας, δεν μπορούν να αποκτήσουν τη γνώση.
«Υπάρχει θεός, και το όνομά του είναι Αριστοφάνης». Αυτό έγραψε για τον κωμικό ποιητή μας (άλλη κορυφαία στιγμή της πνευματικής μας ιστορίας) ο Χάρολντ Μπλουμ, τούτος ο βροντόσαυρος της σύγχρονης λογοτεχνικής κριτικής. Διδάσκω τον Αριστοφάνη δέκα χρόνια στο πανεπιστήμιο, και από την πολλή συναναστροφή με τα έργα του, μου φαίνεται πως έχω αρχίσει να αντικρίζω τον κόσμο μέσα από τα μάτια της δικής του φαντασίας. Έτσι, πλέκω καμιά φορά με τον νου μου κάποιο σενάριο σαν εκείνο των Βατράχων, όπου ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω στην Αθήνα κάποιον σπουδαίο τραγικό ποιητή από το παρελθόν: αυτός θα καθοδηγήσει πνευματικά την πόλη στους δύσκολους καιρούς. Οι Βάτραχοι γράφτηκαν και παίχτηκαν λίγο καιρό πριν από την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Κάθε σπαρταριστός στίχος τους στάζει πίκρα για την παρακμή της πολιτείας και την επερχόμενη συντριβή.
Με τον ίδιο τρόπο, λέω, να μπορούσε και σήμερα, με μαγικά μέσα, να κατέλθει κάποιος στον Άδη, σαν τον Διόνυσο και τον Ηρακλή των αρχαίων μύθων· ή να αναρριχηθεί στον ουράνιο παράδεισο, αν ακολουθήσουμε τη μεταφυσική τοπογραφία του χριστιανισμού· ή ακόμη να ταξιδέψει έως τη χώρα των νεκρών στην έσχατη Δύση, όπως κάνουν οι ήρωες των αιγυπτιακών θρύλων και των κελτικών μυστηρίων. Και από εκεί να μας κουβαλήσει πίσω κανέναν-δύο από τους σπουδαίους σοφούς του πρόσφατου παρελθόντος μας, που θα είχαν πολλά χρήσιμα να μας πουν στην τωρινή μας κατάντια. Να μας ξανάφερνε, λόγου χάρη, τον Σεφέρη ή τον Μάνο Χατζιδάκι, ανθρώπους με στιβαρό πνεύμα και λόγο ελληνικό, που η φωνή τους μας λείπει οδυνηρά σε τούτες τις μέρες του ξεπεσμού και της εθνικής κατάθλιψης. Και βέβαια, να ήμασταν και εμείς πρόθυμοι να ακούσουμε αυτούς τους αναστημένους σοφούς μας, να αποδεχτούμε τα δύσκολα και τα δυσάρεστα που θα μας έλεγαν, και να εφαρμόσουμε τις διδαχές τους. Τότε, καθώς θα αφουγκραζόμασταν και πάλι τις φωνές της πνευματικής μας παράδοσης, θα μπορούσαμε να καταλάβουμε ποιοι είμαστε στα αλήθεια, και ανάλογα να πράξουμε μέσα στην αντίξοη συγκυρία.
Φαντασίες και παραμύθια τέτοιας λογής είναι βέβαια σκέψεις απεγνωσμένου μυαλού σε απελπισμένη εποχή. Η ανάσταση των πεθαμένων είναι σύλληψη θεολογική: δεν κατορθώνεται με ιστορικά μέσα, όσο και αν την προσπάθησαν λογής-λογής αποκρυφιστές και νεκρομάντεις. Αν όμως δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω οι σοφοί του παρελθόντος μας, υπάρχει κάτι που μας έχουν αφήσει ως παρακαταθήκη και μαρτυρία της γνώσης τους: το ίδιο τους το έργο. Αν βρίσκεται κάπου απάντηση για τη σημερινή ταυτότητά μας, εκεί πρέπει να τη γυρέψουμε. Τα έργα του πολιτισμού μας θα μας διδάξουν ποιοι είμαστε εμείς. Αλλιώς, μας μέλλεται να υποστούμε τη μοίρα των λαών που ξέχασαν την πνευματικότητα και την παράδοσή τους: θα μας καταπιεί το κήτος της Ιστορίας. Και θα μπορέσουμε άραγε, σαν άλλος Ιωνάς, να επιβιώσουμε μέσα στο βρομερό ψαρίσιο στομάχι του;