Η κόκκινη καμπριολέ κούρσα

Η κόκκινη καμπριολέ κούρσα
Spread the love

imagesΤο αυτί μου είχε γίνει ένα με την κλειστή πόρτα της κουζίνας προσπαθώντας να ακούσει αλλά ο χαμηλός ήχος της φωνής τους μόλις και μετά βίας τη διαπερνούσε. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, άλλωστε μεταξύ τους μιλούσαν ελληνικά ενώ όλοι μαζί μιλούσαμε αγγλικά. Σκόρπιες ακαταλαβίστικες λέξεις άρπαζα από το κουβάρι της συνομιλίας τους∙ «Ελλάδα» […] «ελληνικά» […]  «παιδιά» […] «εμείς» […] «μετά».

Ένα μήνα αργότερα ένα υπερωκεάνιο που, στην ηλικία των οκτώ χρόνων μου φάνταζε πιο μεγάλο και από βουνό μας μετέφερε από το Χάλιφαξ στη Γαλλία και από κει το κόκκινο καμπριολέ Camaro του πατέρα μας οδήγησε στην Αθήνα. Ορμητήριό μας ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Από κει κάθε μέρα ξεκινούσε η περιήγησή μας στην πόλη, στα προάστια και τις γύρω εξοχές. Ένα πρωινό οι βαλίτσες μας φορτώθηκαν ξανά στο Camaro. Πίστεψα ότι οι διακοπές μας τελείωσαν, ότι γυρίζαμε στο Μόντρεαλ. Ίσως γιαυτό οι γονείς μας ήταν αμίλητοι. Η μητέρα μου σε όλο το δρόμο εμπόδιζε ένα δάκρυ να τρέξει στο μάγουλό της.

Τα παρτέρια με τα λουλούδια  και η παιδική χαρά ήταν η πρώτη εικόνα μου από το χώρο. Μια κοντόχοντρη ηλικιωμένη με σκονισμένα παπούτσια μας ξενάγησε στον  επάνω όροφο που ήταν οι κοιτώνες. Δέκα κρεβάτια σε κάθε δωμάτιο. Στο ισόγειο ήταν οι χώροι διδασκαλίας, η μεγάλη αίθουσα, το γραφείο των δασκάλων, η τραπεζαρία και η κουζίνα. Στο γραφείο των δασκάλων η γλυκερή φωνή μιας γυναίκας με ξασμένο οξυζενέ μαλλί και σκούρο ταγέρ μας ενημέρωνε σε άπταιστα αγγλικά για τους κανονισμούς της εστίας. Βαριόμουν. Τα μάτια μου χάιδευαν, έξω από το παράθυρο, την κόκκινη κούρσα μας παρκαρισμένη στο δρόμο. Δεν πρόλαβα να καταλάβω γιατί η μάνα μου μας έσφιξε αμίλητη τόσο δυνατά στην αγκαλιά της  -τα μάτια της τρέχαν βροχές- ούτε γιατί ο πατέρας μου την τράβηξε τόσο απότομα έξω από το δωμάτιο -τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αίμα. Η γυναίκα με το ξασμένο οξυζενέ μαλλί και το σκούρο ταγιέρ κράταγε σφιχτά τον αδελφό μου που τσίριζε εμποδίζοντάς τον να τρέξει πίσω τους.  Οι τοίχοι στένευαν, το δωμάτιο μας κατάπινε και εγώ ακίνητος, με πόδια κολλημένα στο ξύλινο πάτωμα. Ο θόρυβος της εξάτμισης ενός αυτοκινήτου τρύπησε τα αυτιά μου. Έξω από το παράθυρο, στη θέση που ήταν παρκαρισμένο το Camaro, δεν υπήρχε πια τίποτα.

Τα Σαββατοκύριακα τα υπόλοιπα παιδιά τα έπαιρναν οι γονείς τους. Μέναμε μόνο ο αδελφός μου και εγώ με κάποιον επιβλέποντα.  Τις νύχτες σηκωνόμουν και έλεγχα αν ο μικρός κοιμόταν  σκεπασμένος στο κρεβάτι του. Τα πρωινά, έτρεχα στο παράθυρο με την ελπίδα να δω το κόκκινο αυτοκίνητο παρκαρισμένο απέξω. Ο αδελφός μου έκλαιγε κάθε φορά που μιλούσαμε με τους γονείς στο τηλέφωνο, τη μόνη επαφή μαζί τους.

Η μέρα του Πάσχα μας βρήκε στην εστία παρέα με δυο τρία παιδιά και την κοντόχοντρη ηλικιωμένη με τα σκονισμένα παπούτσια. Ποτέ δεν έδωσα εξηγήσεις γιατί έσπασα σε κομμάτια το πασχαλιάτικο δώρο που μου είχαν στείλει οι γονείς μου, μόλις το έβγαλα από το κουτί, μια κόκκινη καμπριολέ κούρσα.20140224_191557

 ΄Ελενα Κουράντη: γεννήθηκε στον Πειραιά. Αποφοίτησε από το Αγγλικό Εμπορικό Κολλέγιο «Saint George». Έχει παρακολουθήσει και συνεχίζει να παρακολουθεί σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Αγαπά το διάβασμα, τη συγγραφή διηγημάτων, τη μαγειρική και της αρέσει να φωτογραφίζει τη φύση.

 

Emeis Magazine

Αφήστε μια απάντηση