Κάνε αυτό που θέλεις, αλλά…

Κάνε αυτό που θέλεις, αλλά…
Spread the love

ILIKIOMENOS-612x382 Αυτό το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Φερνάντο Σαβατέρ, καθηγητή φιλοσοφίας, «Κάνε αυτό που θέλεις, αλλά…» Εκδόσεις Οδυσσέας, 1994 και το επέλεξε η Αγγελική Μπολουδάκη

Τώρα σου προτείνω να πάμε σινεμά. Μπορούμε αν θέλεις να δούμε μια πάρα πολύ ωραία ταινία, που σκηνοθέτησε και στην οποία έπαιξε ο Όρσον Γουέλς: Πολίτης Καίην. Σου τη θυμίζω εν συντομία: Ο Καίην είναι ένας πολυεκατομμυριούχος, που χωρίς πολλές αναστολές έχει συγκεντρώσει στο παλάτι του, στο Ζαναντού, μια τεράστια συλλογή ακριβών και κομψών αντικειμένων απ’ όλον τον κόσμο.

Αναμφισβήτητα έχει τα πάντα, κι όλους τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν τους χρησιμοποιεί για τους σκοπούς του, σαν απλά όργανα της φιλοδοξίας του. Στο τέλος της ζωής του κάνει μια βόλτα μόνος του, στα σαλόνια της κατοικίας του που είναι γεμάτα από καθρέφτες. Αυτοί οι καθρέφτες τού στήνουν πολλαπλά την εικόνα του, που είναι η εικόνα ενός μοναχικού ανθρώπου. Μόνο αυτή του κρατάει συντροφιά πια. Στο τέλος θα πεθάνει ψιθυρίζοντας μια λέξη: «Ροουζμπαντ!».

Ένα δημοσιογράφος προσπαθεί να μαντέψει τη σημασία αυτού του τελευταίου αναστεναγμού, όμως δεν τα καταφέρνει. Στην πραγματικότητα «Ροουζμπαντ» (το μπουμπούκι του τριαντάφυλλου) είναι ένα όνομα γραμμένο πάνω στο έλκηθρο με το οποίο έπαιζε ο Καίην όταν ήταν μικρός, σε μια εποχή όπου ακόμα έπαιρνε και έδινε σ’ αυτούς που υπήρχαν γύρω του. Όλα τα πλούτη του κι όλη η εξουσία που είχε πάνω στους άλλους, δεν είχαν κατορθώσει να αγοράσουν τίποτα καλύτερο απ’ ότι αυτή η παιδική ανάμνηση. Εκείνο το έλκηθρο, σύμβολο των γλυκών ανθρώπινων σχέσεων, ήταν αληθινά ό,τι επιθυμούσε ο Καίην, ήταν η καλή ζωή που είχε θυσιάσει, για να αποκτήσει εκατομμύρια πράγματα, τα οποία στην πραγματικότητα δεν του χρησίμευαν σε τίποτα. Ωστόσο η πλειοψηφία των ανθρώπων τον ζήλευε…

Έλα, πάμε σινεμά, συνεχίζουμε αύριο…

Το βασικότερο σφάλμα του ήταν ότι καθώς είχε ψύχωση να αποκτά χρήματα και διάφορα πράγματα, μεταχειρίστηκε τους ανθρώπους σαν να ήταν κι αυτοί πράγματα. Θεωρούσε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο είχε εξουσία πάνω τους. Πολύ σοβαρό λάθος αυτή η απλοποίηση γιατί αυτό είναι το πιο περίπλοκο της ζωής, ότι οι άνθρωποι δηλαδή δεν είναι πράγματα.

Στην αρχή ο Καίην δεν συνάντησε δυσκολίες: τα πράγματα αγοράζονται και πωλούνται, και εκείνος αγόραζε και πουλούσε και τους ανθρώπους. Τότε δεν πίστευε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά. Τα πράγματα τα χρησιμοποιούμε όσον καιρό είναι αποδοτικά, έπειτα τα αποσύρουμε: ο Καίην έκανε το ίδιο και με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, λέγοντας στον εαυτό του πως όλα πήγαιναν καλά. Όπως κατείχε διάφορα αντικείμενα, έτσι ήθελε να κατέχει ανθρώπους, να τους εξουσιάζει, να τους μεταχειρίζεται κατά πως του έκανε κέφι. Έτσι φερόταν και στις ερωτικές του συντρόφους και στους υπαλλήλους του, στους πολιτικούς του αντιπάλους, σε κάθε ζωντανό ον. Σίγουρα έβλαψε πολύ τους άλλους, όμως το χειρότερο, σύμφωνα με την άποψη του είναι ότι έβλαψε τον ίδιο του τον εαυτό.

Μην έχεις αυταπάτες: ένα αντικείμενο –ακόμα κι αν είναι το ωραιότερο του κόσμου- μόνο αντικείμενα μπορεί να δώσει. Κανείς δεν μπορεί να δώσει αυτό που δεν έχει, έτσι δεν είναι; Και μάλιστα τίποτα και κανείς δεν μπορεί να δώσει περισσότερα απ’ αυτό που είναι. Τα χρήματα είναι απαραίτητα σχεδόν για καθετί, όμως δεν μπορούμε να αγοράσουμε μ’ αυτά μια αληθινή φιλία (το πολύ πολύ, δούλους ή αγοραίο έρωτα, τίποτε άλλο.) Εάν οι άνθρωποι ήμαστε απλώς αντικείμενα, θα μέναμε ευχαριστημένοι με αυτά που μπορούν να μας δώσουν τα αντικείμενα. Όμως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το περίπλοκο που σου έλεγα: στο ότι καθώς δεν είμαστε απλώς και μόνο πράγματα, έχουμε ανάγκη από ‘πράγματα’, που τα πράγματα δεν έχουν.

Όταν μεταχειριζόμαστε τους άλλους σαν να είναι αντικείμενα, όπως έκανε ο Καιην, αυτό που παίρνουμε σε αντάλλαγμα είναι επίσης αντικείμενα: όταν τους πιέσουμε συντριπτικά, μας βγάζουν τα λεφτά τους, μας εξυπηρετούν (σαν να ήταν μηχανικά όργανα). Εισέρχονται, εξέρχονται, τρίβονται πάνω μας ή χαμογελούν όταν πιέζουμε το ανάλογο κουμπί… Ποτέ όμως δεν θα μας δώσουν, σ αυτήν την περίπτωση, εκείνα τα λεπτά αγαθά που μόνον οι άνθρωποι μπορούν να δίνουν. Δεν θα αποκτήσουμε έτσι ούτε τη φιλία ούτε το σεβασμό τους και πολύ λιγότερο την αγάπη τους.

Κανένα πράγμα ούτε καν ζώο δεν μπορεί να μας προσφέρει εκείνη τη φιλία, το σεβασμό, την αγάπη… με δυο λόγια, εκείνη τη βασική συνθήκη που υπάρχει ανάμεσα στους ομοίους, και την οποία σ’ εσένα, σ’ εμένα ή στον Καίην -που είμαστε άνθρωποι- μόνον οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να μας την προσφέρουν αν κι εμείς τους μεταχειριστούμε ως ανθρώπους. Αυτή η μεταχείριση είναι κάτι πολύ σημαντικό διότι, όπως έχουμε πει, οι άνθρωποι εξανθρωπίζουμε ο ένας τον άλλον. Όταν μεταχειριζόμαστε τους ανθρώπους ως ανθρώπους και όχι σαν αντικείμενα (δηλαδή όταν λαμβάνουμε υπόψη, όχι μόνο το όφελος που μπορούμε να αποκομίσουμε απ’ αυτούς, αλλά κι εκείνο που αυτοί επιθυμούν ή έχουν ανάγκη) επιτρέπουμε να μας ανταποδώσουν όλα όσα μόνον οι άνθρωποι μπορούν να δίνουν στους άλλους ανθρώπους.

Ο Καίην είχε ξεχάσει αυτή τη μικρή λεπτομέρεια και ξαφνικά (αλλά πολύ αργά) κατάλαβε ότι είχε τα πάντα, εκτός από εκείνα τα αγαθά που μόνον ένας άλλος άνθρωπος μπορεί να δώσει: την ειλικρινή εκτίμηση, αυθόρμητη αγάπη ή μια απλή πνευματική συντροφιά. Καθώς ο Καίην δεν θεωρούσε τίποτα πιο σημαντικό από τα χρήματα, έτσι και οι άλλοι δεν ενδιαφέρονταν για τον ίδιο τον Καίην παρά για τα χρήματά του.

Κι ο «μέγας άνθρωπος» γνώριζε βέβαια ότι αυτό συνέβαινε εξαιτίας του. Μερικές φορές μπορεί να σχετιζόμαστε με τους άλλους πολύ ανθρώπινα και αυτοί να μας αντιμετωπίζουν μόνον με ύβρεις, προδοσία ή κακομεταχείριση. Σύμφωνοι∙ τουλάχιστον όμως κερδίζουμε το σεβασμό ενός ατόμου, ακόμα και αν είναι μόνον ένας: ο ίδιος μας ο εαυτός. Όταν δεν φερόμαστε στους άλλους σαν να είναι αντικείμενα, υπερασπιζόμαστε τουλάχιστον το δικό μας δικαίωμα να μη μας θεωρούν αντικείμενα. Ας προσπαθήσουμε ώστε να γίνει δυνατό να υπάρξει ένας κόσμος ανθρώπων – ένας κόσμος μέσα στον οποίο οι άνθρωποι θα μεταχειρίζονται τους υπόλοιπους ως ανθρώπους, ο μοναδικός εξάλλου, όπου μπορούμε πραγματικά να ζούμε καλά.

Φαντάζομαι ότι η απελπισία του πολίτη Καίην, στο τέλος της ζωής του, δεν οφειλόταν μόνο στο ότι είχε χάσει όλες εκείνες τις τρυφερές ανθρώπινες σχέσεις που είχε στην παιδική του ηλικία, αλλά στο ότι είχε προσπαθήσει επιμελώς για αυτό, και είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του για να τις εξευτελίσει. Δεν έφταιγε τόσο που δεν τις είχε πια, όσο το ότι κατάλαβε πως ούτε καν τις άξιζε.

Ο Καίην κατόρθωσε να αποκτήσει όλα εκείνα τα οποία είχε ακούσει να λένε ότι κάνουν ευτυχισμένο έναν άνθρωπο: χρήματα, εξουσία, επιρροή, υπηρεσίες… Και ανακάλυψε ξαφνικά πως ό,τι και να του έλεγαν, του έλειπε το πιο βασικό: η αυθεντική εκτίμηση, ο αυθεντικός σεβασμός, η αυθεντική αγάπη των ελεύθερων ανθρώπων ως τέτοιους κι όχι σαν αντικείμενα. Ξέρουμε πολύ καλά πως καμία καλή ζωή δεν μπορεί να στερείται τα υλικά πράγματα, όμως πολύ λιγότερο μπορεί να στερηθεί τους ανθρώπους. Τα πράγματα πρέπει να τα χειριζόμαστε ως πράγματα και τους ανθρώπους πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως ανθρώπους: κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα πράγματα θα μας βοηθήσουν, από πολλές απόψεις, και οι άνθρωποι σε κάτι θεμελιώδες, που κανένα πράγμα δεν μπορεί να αναπληρώσει: στο να είμαστε ανθρώπινοι.

Η ουσία δηλαδή είναι να μην είμαστε άνθρωποι-πράγματα, αλλά άνθρωποι-άνθρωποι, άνθρωποι δηλαδή που ενδιαφερόμαστε απλά να κερδίζουμε τα αναγκαία για τη ζωή πράγματα, ενώ σε αυτό που αφοσιωνόμαστε είναι η απόλαυση των ανθρώπινων συναισθημάτων που βιώνονται μεταξύ μας. Θα σε παρακαλούσα ποτέ να μην υποβιβάζεις τον εαυτό σου, ποτέ να μην εκπίπτεις, γιατί οι εκπτώσεις ωφελούν μόνο τα μεγάλα καταστήματα.

——

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι

Emeis Magazine

Αφήστε μια απάντηση