Κάφκα, ή Ο κόσμος ως παραβολή
Στις 3 Ιουνίου έκλεισαν ενενήντα χρόνια από το θάνατο του Φραντς Κάφκα (1883–1924). Με αφορμή τούτη την επέτειο, είναι ωφέλιμο να θυμηθούμε τον σπουδαίο Τσεχοεβραίο συγγραφέα — ιδίως σήμερα που ο φασισμός στοιχειώνει ξανά τη γειτονιά μας, γεμίζοντας τις φυλακές και τις κάλπες. Ο Κάφκα δεν πρόφτασε να δει τις φρικαλεότητες του ναζισμού, που επρόκειτο να αποδεκατίσουν τον λαό του και να σπιλώσουν ανεξίτηλα τον πολιτισμό της ανθρωπότητας μέσα στον εικοστό αιώνα. Εντούτοις, μοιάζει να ονειρεύτηκε με τους λογοτεχνικούς εφιάλτες του μεγάλο μέρος από τις σκοτεινές ιστορικές εμπειρίες που θα ακολουθούσαν. Ήδη το 1962, κινηματογραφώντας τη Δίκη, ο Όρσον Γουέλς μπορούσε να ερμηνεύσει το καφκικό αφήγημα σαν αλληγορία για τις αγωνίες του ψυχροπολεμικού κόσμου και προειδοποίηση για τον απειλούμενο πυρηνικό όλεθρο.
[ Του Ιωάννη Μ. Κωνσταντάκου ]
Επίκουρου Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας
Ο Κάφκα αποτελεί ίσως την πιο εμβληματική φωνή της νεότερης εβραϊκής γραφής. Σήμερα είναι διάσημος για τα μεγάλα αινιγματικά του μυθιστορήματα, τη Δίκη και τον Πύργο, όπου εξέφρασε την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου μέσα σε έναν εφιαλτικό και ακατάληπτο κόσμο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ωστόσο, οι μυθιστορηματικές αυτές συνθέσεις παρέμεναν αδημοσίευτες. Ο Κάφκα τότε ήταν γνωστός (στους λίγους ενημερωμένους που διάβαζαν τα γραπτά του) προπάντων ως μάστορας της μικρής αφηγηματικής φόρμας: της νουβέλας, του διηγήματος, της σύντομης ιστορίας. Στο είδος αυτό ξεχώριζε με αριστουργηματικά κείμενα όπως η Μεταμόρφωση, η Κρίση και η Αποικία των καταδίκων, που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα κορυφαία διηγήματα του εικοστού αιώνα.
Κοντά στα παραπάνω, η δημιουργική παραγωγή του περιλαμβάνει αρκετές δεκάδες μικροσκοπικά αφηγήματα (από μία παράγραφο μέχρι δύο σελίδες το πολύ). Αυτά είναι συνήθως παράδοξα και φορτισμένα με έντονη ειρωνεία. Κάτω από την κατάσταση που περιγράφουν, ο αναγνώστης υποψιάζεται πως ελλοχεύουν βαθύτερα νοήματα. Κάθε τέτοια παράξενη λιλιπούτεια αφήγηση προσφέρεται σαν αίνιγμα προς αποκρυπτογράφηση και επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες. Οι μικρές ιστορίες μπορούν να διαβαστούν ως παραβολές με κρυμμένο ή συμβολικό νόημα, που δύνανται να βρουν εφαρμογή σε διάφορες καταστάσεις της κοινής εμπειρίας.
Σε τούτο το λογοτεχνικό πεδίο, ο Κάφκα είναι κληρονόμος της μακραίωνης εβραϊκής παράδοσης. Ο ισραηλιτικός λαός έδειξε θερμή αγάπη προς αυτόν τον τύπο αφηγημάτων σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Ιδίως κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, και κατόπιν στους μακρούς αιώνες της διασποράς, οι πνευματικοί διδάσκαλοι του Ιουδαϊσμού κατέφευγαν αδιάκοπα σε παραβολές για να διατυπώσουν παραστατικά τα διδάγματά τους. Η ευσύνοπτη αφηγηματική μορφή της παραβολής προσέφερε, καθώς φαίνεται, το τέλειο μέσο για να εκφραστεί το ιδιότυπο εβραίικο χιούμορ και η ειρωνική αντίληψή του για τον κόσμο. Τα δύο Ταλμούδ, Βαβυλωνιακό και Ιεροσολυμιτικό, καθώς και τα βιβλικά υπομνήματα των μιδρασείμ, που αποτυπώνουν αιώνες ζωντανής ραβινικής διδασκαλίας από την αρχαιότητα μέχρι τον πρώιμο μεσαίωνα, είναι γεμάτα από τέτοιες ευθύβολες μεταφορικές ιστορίες. Διαθέτοντας ανεξάντλητα σχετικά αποθέματα, οι σοφοί ραβίνοι ήσαν ικανοί να ανασύρουν με ετοιμολογία την πιο πρόσφορη διήγηση για κάθε περίσταση. Χάρη στο δικό τους παράδειγμα, η παραβολή ρίζωσε στην εβραϊκή παράδοση ως εκφραστικό μέσο για τη μετάδοση πνευματικής διδασκαλίας. Σημαντικές μορφές του νεότερου ιουδαϊκού στοχασμού επινόησαν συναρπαστικές παραδειγματικές ιστορίες για να δώσουν απτή μορφή στις ηθικές ή θρησκευτικές τους συλλήψεις.
Απόγονοι της παμπάλαιας εκείνης πρακτικής είναι οι παραβολικές μυθοπλασίες του Κάφκα. Με αυτές το ιδιαίτερο χιούμορ της παραδοσιακής εβραϊκής αφήγησης βυθίζεται στο παράδοξο και αποκτάει κάτι από την ατμόσφαιρα του εφιάλτη. Η πιο γνωστή από όλες είναι η ιστορία «Μπροστά στον Νόμο», που περιλήφθηκε στο προτελευταίο κεφάλαιο της Δίκης. Είχε δημοσιευτεί, όμως, ως ανεξάρτητο κομμάτι ήδη όσο ζούσε ο συγγραφέας. Το κείμενό της θα είναι ασφαλώς οικείο στους περισσότερους αναγνώστες.
Πρόκειται για την ιστορία του ανθρωπάκου που καταφτάνει ενώπιον της πύλης του Νόμου και γυρεύει να μπει μέσα. Ένας φρουρός, ωστόσο, στέκει εκεί μπροστά και τον εμποδίζει. Ο ανθρωπάκος περιμένει πλάι στη θύρα για πολύ καιρό, δωροδοκώντας τον φύλακα με όλα όσα έχει, πλην όμως δίχως απτό αποτέλεσμα. Τα χρόνια περνούν, ο άνθρωπος γερνάει, στο τέλος κοντεύει πια να πεθάνει. Ακριβώς πριν να αφήσει την τελευταία του πνοή, του έρχεται η απορία, και ρωτάει τον φρουρό: «Όλοι οι άνθρωποι γυρεύουν τον Νόμο. Πώς γίνεται, λοιπόν, και δεν εμφανίστηκε ποτέ κανένας άλλος εδώ πέρα όλα τούτα τα χρόνια;». Τότε ο φρουρός τού φωνάζει μέσα στο γέρικο αυτί του για να ακούσει: «Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε ποτέ να εισέλθει από αυτήν την πύλη. Βλέπεις, τούτη προοριζόταν αποκλειστικά για σένα. Τώρα λέω να την κλείσω».
Η παραβολή αυτή μοιάζει βγαλμένη από τις σελίδες κάποιας διεστραμμένης και αλλόκοτης παραλλαγής του Ταλμούδ. Θα μπορούσε να αποτελεί τμήμα του ιερού κανόνα μιας ακατάληπτης θρησκείας, όπου λατρεύεται μάταια ο πλέον ειρωνικός και ιδιότροπος θεός — υπέρτατο ον ταιριαστό για κόσμο σαν τον δικό μας.
Άλλη διήγηση χρησιμοποιεί για πρόσωπα τα χαρακτηριστικά ομιλούντα ζώα της αρχαίας αισωπικής μυθογραφίας — τόσο που ο Μαξ Μπροντ, ο οποίος την πρωτοδημοσίευσε μετά τον θάνατο του Κάφκα, την τιτλοφόρησε «Μικρός αισώπειος μύθος» (KleineFabel). Όμως το ιδιότυπο μαύρο χιούμορ της και η αίσθηση του παραλόγου δεν έχουν ξανακουστεί στη μυθογραφική παράδοση:
«Άχου, αλίμονο», φώναξε το ποντικάκι, «ο κόσμος γίνεται όλο και πιο στενόχωρος μέρα με την ημέρα. Στην αρχή να βλέπατε τι απέραντος που ήτανε — τόσο που μου προξενούσε άγχος! Έτρεχα τότε, όλο έτρεχα, και τι χαρά που πήρα όταν αντίκρισα επιτέλους, κάπου εκεί πέρα μακριά, να υπάρχουν τοίχοι στα δεξιά και στα αριστερά. Ωστόσο αυτοί οι μακρόσυρτοι τοίχοι στένεψαν τόσο γρήγορα, ώστε βρέθηκα κιόλας στο έσχατο δωμάτιο. Και να, κάτω εκεί στη γωνίτσα, ορθώνεται η ποντικοπαγίδα, κι εγώ τρέχω να πέσω κατευθείαν μέσα της».
«Μπα σε καλό σου! Δεν σου χρειάζεται παρά μόνο να αλλάξεις κατεύθυνση», του είπε η γάτα. Και ευθύς το έκανε μια χαψιά.
Οι τοίχοι που ολοένα στενεύουν αναπόδραστοι, σαν σε εφιάλτη· το πλασματάκι που εγκλωβίζεται ανάμεσα στον ορατό και στον απροσδόκητο εχθρό (μπρος παγίδα, πίσω γάτα)· η ειρωνική ανατροπή στο φινάλε, με την κοροϊδευτική συμβουλή του γάτου, όλα φέρουν τη χαρακτηριστική σφραγίδα του καφκικού. Η αισωπική παράδοση ανέκαθεν διεκτραγωδούσε τα παθήματα των αδύναμων στα νύχια του ισχυρού, και περιέγραφε επίσης τη διανοητική τύφλωση του θύματος μπροστά στο μοιραίο. Εδώ, ωστόσο, το αδύναμο θύμα υποφέρει επιπλέον από υπαρξιακό άγχος, πράγμα που δίνει απελπιστικά σύγχρονο τόνο στον εσωτερικό του μονόλογο.
Το ανέφικτο, το απραγματοποίητο, ιδίως όπως εκδηλώνεται με την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο άπειρο, αποτελεί επαναλαμβανόμενο θέμα στις παραβολές του Κάφκα. Οι πιο κοινότοπες ενέργειες, όπως το να διαβείς μια πόρτα ή να μεταβείς από το ένα μέρος στο διπλανό του, μπορεί να αποδειχθούν εφιαλτικά ακατόρθωτες. Θυμόμαστε την περίφημη ιστορία με τίτλο «Μήνυμα του αυτοκράτορα», η οποία δημοσιεύτηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα το 1919. Ο αυτοκράτορας, ετοιμοθάνατος στο νεκροκρέβατό του, αποστέλλει μήνυμα προς εσένα, τον ταπεινό του υπήκοο, ψιθυρίζοντάς το στο αυτί του αγγελιαφόρου. Αυτός ο τελευταίος κινεί αμέσως για να σου το φέρει. Όμως ο συνωστισμός στα δωμάτια του παλατιού είναι απερίγραπτος. Τεράστια πλήθη ανθρώπων έχουν συγκεντρωθεί εκεί μέσα και εμποδίζουν τον απεσταλμένο να προχωρήσει. Όσο και αν σπρώχνει και πασχίζει να ανοίξει δρόμο με τα χέρια του, δεν σαλεύει παρά μόλις και μετά βίας. Εντούτοις, βρίσκεται ακόμη στους θαλάμους του εσώτερου παλατιού. Έστω και αν κατορθώσει ποτέ να τους περάσει, ακολουθούν αμέτρητες άλλες αυλές του ανακτόρου, και πέρα από αυτό η πελώρια πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, και όλοι αυτοί οι χώροι είναι ασφυκτικά γεμάτοι με πλήθη. Ο αγγελιαφόρος δεν θα φτάσει ποτέ να σου παραδώσει το μήνυμα. Παρ’ όλα αυτά, εσύ κάθεσαι στο παράθυρό σου και το ονειρεύεσαι το σούρουπο.
Την ίδια αίσθηση του ανέφικτου μεταδίδει, μόνο από την αντίστροφη άποψη («αλλάζοντας κατεύθυνση», όπως θα έλεγε η γάτα στο ποντίκι), και η ακόλουθη παραβολή, με τίτλο «Το γειτονικό χωριό». Τούτη θα μπορούσε να αποτελεί μόττο και έμβλημα για ολόκληρη τη μυθοπλαστική παραγωγή του Κάφκα:
Να τι συνήθιζε να λέγει ο παππούς μου: «Η ζωή, αχ η ζωή, τι σύντομη που είναι. Σαστίζω που το σκέφτομαι. Τώρα που κάθομαι και τη θυμάμαι, μου φαίνεται να συρρικνώνεται τόσο, μα τόσο πολύ, που δεν καταλαβαίνω, φέρ’ ειπείν, πώς είναι δυνατόν κάποιος νεαρός να πάρει την απόφαση να ταξιδέψει έως το γειτονικό χωριό. Καλά, λέω, δεν φοβάται; Πέρα από τα ατυχήματα —άφησέ τα αυτά—, υπάρχει ο φόβος ότι ακόμη και ολόκληρη η διάρκεια μιας κανονικής, ευτυχισμένης ζωής υστερεί κατά πολύ από τον χρόνο που απαιτείται για τέτοιο ταξίδι».
Η ακαριαία αυτή νουβέλα φορτίζεται με ονειρική σχεδόν επίγνωση του φευγαλέου της ζωής. Ο γεράκος, τρομαγμένος από τον ελάχιστο χρόνο που του απομένει να ζήσει, βλέπει σαν σε εφιάλτη ολόκληρο τον βίο του να συρρικνώνεται σε ανάλογα μικροσκοπικό διάστημα — λιγότερο από όσο βαστάει να πας έφιππος μέχρι τον γειτονικό οικισμό. Όταν ο Κάφκα δημοσίευε την παραβολή του, το 1919, είχε ήδη διαγνωστεί με φυματίωση, και ήξερε, σαν τον παππού της ιστορίας, ότι ο χρόνος του ήταν μετρημένος. Πώς να κάνεις οποιοδήποτε σχέδιο, ακόμη και το στοιχειωδέστερο, σε μια ζωή που ολοένα λιγοστεύει;
Οι αρχαιότεροι από τους ραβίνους, που οι παραβολικές τους διηγήσεις καταγράφονται στα δύο Ταλμούδ, ήσαν περίπου σύγχρονοι του Ιησού. Από την άλλη πλευρά, η εβραϊκή παραβολή συνέχισε να καλλιεργείται ως εκφραστικός τρόπος και μετά τον Κάφκα, ιδίως στο πλαίσιο του κινήματος του χασιδισμού, από προικισμένους αφηγητές σαν τον Μάρτιν Μπούμπερ. Παρ’ όλα αυτά, μου αρέσει να σκέφτομαι πως η μεγάλη ιστορία της ιουδαϊκής παραβολής ανοίγει με τον Ιησού και τελειώνει με τον Κάφκα. Και οι δύο αυτοί διδάσκαλοι είχαν το θάρρος να σταθούν μπροστά στον Νόμο του αδυσώπητα ειρωνικού Γιαχβέ, και αποτόλμησαν να αφηγηθούν με τις παραβολές τους την ανεξιχνίαστη βούλησή του. Και οι δύο πέθαναν πρόωρα και οικτρά. Στο εναγώνιο ερώτημά τους («Λαμά σαβαχθανί;» ή «Για ποιον προορίζεται η πύλη του Νόμου;») δεν δόθηκε άλλη απάντηση, παρά η σιωπή πρώτα· και έπειτα η βουή και η αντάρα. Κάπου σαράντα χρόνια ύστερα από την εκτέλεση του Ιησού, γκρεμίστηκε από τους Ρωμαίους ο Ναός της Ιερουσαλήμ. Δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατο του Κάφκα, κατέφτασαν τα πρώτα φορτία ανθρώπων στο Άουσβιτς.