Ι. Μ. Κωνσταντάκος: Ο Αίσωπος, ο Κάφκα και η σάτιρα της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας

Ένας από τους γνωστότερους αισώπειους μύθους, που παραδίδονται από την αρχαιότητα, είναι η παρακάτω ιστορία του ματαιόσπουδου αστρονόμου, ο οποίος στύλωνε το βλέμμα στα θεάματα του ουρανού, δίχως να κοιτάζει τη γη μπροστά του:
“Ήταν ένας αστρονόμος που είχε συνήθεια να βγαίνει έξω κάθε βράδυ και να παρατηρεί τα αστέρια. Μια φορά, λοιπόν, εκεί που τριγυρνούσε στα περίχωρα της πόλης με την προσοχή του στραμμένη εξ ολοκλήρου προς τον ουρανό, δεν είδε το πηγάδι μπροστά του και έπεσε κατευθείαν μέσα. Έβαλε τότε τις φωνές και βογκούσε, μέχρι που κάποιος περαστικός άκουσε τα κλάματά του και πλησίασε. Όταν όμως έμαθε τι είχε συμβεί, ο διαβάτης φώναξε στον πεσμένο αστρονόμο: ‘Καλά, μπουμπούνας είσαι; Τόσο πια απορροφήθηκες να κοιτάζεις τα ουράνια που δεν σου έκοψε να προσέξεις λίγο και τη γη εδώ κάτω;’.Αυτός ο μύθος είναι πρόσφορος για ορισμένο είδος ανθρώπων: Εκείνους που αραδιάζουν τις πιο εξωφρενικές αμπελοφιλοσοφίες, ενώ δεν είναι ικανοί να φέρουν σε πέρας ούτε καν τις κοινές ανθρώπινες δουλειές”.
Τούτη η αισωπική διήγηση κυκλοφορούσε ευρύτατα στον αρχαίο κόσμο. Με τη μορφή ανέκδοτου ήταν γνωστή ήδη στον Πλάτωνα και πιθανώς στον Αριστοφάνη. Διακρίνουμε εδώ ένα από τα συνηθέστερα μοτίβα της αρχαίας σάτιρας κατά των φιλοσόφων και των επιστημόνων. Ο διανοητής παρουσιάζεται εντελώς αποκομμένος από τον πρακτικό κόσμο και άσχετος προς τη γύρω του εμπειρική πραγματικότητα. Ασχολείται με πράγματα ανώφελα, που δεν έχουν χρησιμότητα για την πραγματική ζωή. Η απορρόφησή του από τέτοιες μάταιες μελέτες τον καθιστά γελοιωδώς απόκοσμο και ανίκανο να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις απαιτήσεις του καθημερινού βίου: δεν ξέρει ούτε να κοιτάζει μπροστά του την ώρα που βαδίζει. Δεν είναι σε θέση ούτε καν να περπατήσει στον δρόμο, δίχως να πέσει μέσα σε καμιά λακκούβα και να τσακιστεί.
Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Φραντς Κάφκα εμπνεύστηκε από αυτόν τον μύθο για να γράψει μία από τις δικές του ειρωνικές παραβολές. Ήρωας εδώ είναι κάποιος φιλόσοφος, που φιλοδοξεί να κατανοήσει το σύμπαν μελετώντας την κίνηση της παιδικής σβούρας:
«Μια φορά ήταν κάποιος φιλόσοφος, ο οποίος συνήθιζε να τριγυρίζει συνέχεια σε μέρη όπου έπαιζαν τα παιδιά. Λοιπόν, όποτε έβλεπε εκεί γύρω κανένα αγόρι να κρατάει σβούρα, καθόταν αυτός και παραμόνευε. Με το που αρχίνιζε η σβούρα να περιστρέφεται, ο φιλόσοφος την έπαιρνε στο κατόπι, για να την τσακώσει. Φυσικά, τα παιδιά έβαζαν τις φωνές και πάσχιζαν να τον κρατήσουν μακριά από το αντικείμενο του παιχνιδιού τους. Όμως ο φιλόσοφος δεν τους έδινε σημασία. Ένα πράγμα μόνο τον ένοιαζε: πώς να βάλει στο χέρι τη σβούρα, όσο αυτή γυρνούσε ακόμη — άμα το κατόρθωνε αυτό, να βλέπατε χαρά που έπαιρνε. Εντούτοις, η ευτυχία του βαστούσε μόνο για μία στιγμή. Αμέσως μετά ο άνθρωπος πετούσε τη σβούρα χάμω στο έδαφος και έφευγε.
Βλέπετε, ο διανοητής μας πίστευε ότι για να γνωρίσει κανείς το καθόλου, το σύνολο των όντων, αρκούσε να κατανοήσει οποιαδήποτε μικρολεπτομέρεια — φέρ’ ειπείν, έστω μια σβούρα που γυρίζει γύρω-γύρω. Γι’ αυτό δεν απασχολούνταν καθόλου με τα μεγάλα προβλήματα: τούτο του φαινόταν αντιοικονομικό. Αν κατόρθωνε να κατανοήσει την παραμικρή λεπτομερειούλα, τότε θα τα είχε καταλάβει όλα. Κατά συνέπεια, προσηλωνόταν αποκλειστικά στην περιστρεφόμενη σβούρα.
Και ιδού τι συνέβαινε πάντα: όσο διαρκούσαν οι προετοιμασίες για να τεθεί η σβούρα σε περιστροφή, ο φιλόσοφος γέμιζε με ελπίδα, προσδοκώντας πως αυτή τη φορά θα πετύχει. Έπειτα, μόλις άρχιζε να στριφογυρνάει το παιχνιδάκι, έτρεχε από πίσω του λαχανιάζοντας, και η ελπίδα του μετατρεπόταν σε βεβαιότητα. Μόλις όμως έπιανε στο χέρι του εκείνο το ανόητο κομμάτι ξύλο, του ερχόταν αηδία. Οι στριγκλιές των παιδιών, που έως τότε δεν τις άκουγε, τώρα του τρυπούσαν ξαφνικά τα αυτιά και τον έδιωχναν μακριά σαν κυνηγημένο. Και έτσι απομακρυνόταν τρεκλίζοντας, σαν σβούρα και ο ίδιος, που την ταρακουνάνε αδέξια με το λουρί».
Στην ιστορία του Κάφκα η σάτιρα εισχωρεί σε βαθύτερο γνωσιολογικό επίπεδο. Ο φιλόσοφος καταγίνεται πάλι με αντικείμενο άχρηστο για την πρακτική ζωή των ανθρώπων — την περιστροφή της σβούρας των παιδιών. Μόνο που εδώ η ματαιότητα της έρευνας δεν έγκειται στην απομάκρυνση του στόχου της από τον φυσικό χώρο της ανθρώπινης δράσης (όπως συνέβαινε με τον αρχαίο στοχαστή και τα αστρονομικά ενδιαφέροντά του). Οφείλεται, απεναντίας, στον υπερβολικά πεζό και ασήμαντο χαρακτήρα του θέματος. Η σπουδή του διανοητή επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου σε μια τετριμμένη και περιθωριακή μικρολεπτομέρεια, τον μηχανισμό κίνησης του πιο απλοϊκού παιδικού παιχνιδιού. Το παράλογο επιτείνεται από την πεποίθηση του στοχαστή ότι μέσω αυτής της μελέτης θα κατορθώσει να αποκρυπτογραφήσει ολόκληρο το σύμπαν. Η πλήρης και εμβριθής κατανόηση έστω και του πιο ανάξιου εξαρτήματος θα πρέπει να είναι αρκετή ώστε να διαφωτίσει, κατ’ αναλογία, τους καθολικούς νόμους του κόσμου.
Από αυτήν την άποψη, η επιλογή της σβούρας ίσως προσφέρει κάποια σύνδεση με τον επιστήμονα του αισώπειου μύθου. Η περιστροφή του συγκεκριμένου παιχνιδιού αντικατοπτρίζει κοροϊδευτικά τις περιφορές των ουρανίων σωμάτων που μελετούσε ο αρχαίος αστρονόμος. Η παιδική σβούρα λειτουργεί ως παρωδία ειδώλου του σύμπαντος: στο κυκλικό της στριφογύρισμα ο κενόσπουδος στοχαστής διακρίνει τις αέναες κυκλοτερείς περιστροφές των πλανητών και των γαλαξιακών συστημάτων, την αιώνια περιδίνηση που αξίωνε ως πρώτη αρχή του κόσμου η προσωκρατική σκέψη. Γι’ αυτό ο διανοητής της παραβολής εμφορείται από τόσο ακλόνητη πεποίθηση πως η περιφερόμενη σβούρα θα του αποκαλύψει τα μυστήρια του κόσμου. Όμως ποιος μπορεί να μετρήσει το σύμπαν με ένα ξερό κομμάτι ξύλο; Σαν τον τρελό σαιξπηρικό πρίγκιπα, ο καφκικός φιλόσοφος φιλοδοξεί να ηγεμονεύσει στο απέραντο διάστημα δεμένος στο καρυδότσουφλό του.
Η παραβολή του Κάφκα μπορεί να διαβαστεί ως σάτιρα κατά της υπερβολικής εξειδίκευσης, ενάντια στα ασφυκτικά περιορισμένα ερευνητικά αντικείμενα της σύγχρονης ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Ο σημερινός διανοητής, κάτω από το βάρος της τεράστιας επιστημονικής συζήτησης και βιβλιογραφίας του παρελθόντος, καταλήγει να εξετάζει δευτερεύοντα ζητήματα (μικρολεπτομέρειες της φιλοσοφικής ιστορίας, ανούσιες τυπικότητες του ενός ή του άλλου συστήματος, μικροσκοπικά ελαττώματα της συλλογιστικής), νομίζοντας πως αυτά θα του προσφέρουν το κλειδί για την κατανόηση της φιλοσοφίας. Έτσι, όμως, απομακρύνεται από τα αληθινά σπουδαία ερωτήματα, που αφορούν τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου. Συνεπώς, η ερευνητική του δραστηριότητα καθίσταται ουσιαστικά άχρηστη για την ανθρωπότητα: δεν προσφέρει τίποτε στην προώθηση της γνώσης. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κάφκα εκσυγχρονίζει τον αρχαίο σατιρικό μύθο, προσαρμόζοντάς τον στα ακαδημαϊκά δεδομένα του καιρού μας.
Δεν με εγκαταλείπει, ωστόσο, η αίσθηση πως η παραβολή του Τσεχοεβραίου συγγραφέα προχωρεί ακόμη πιο πέρα. Σε βαθύτερη ανάγνωση, φαίνεται να αποτελεί ειρωνικό στοχασμό γύρω από το αδύνατον της γνώσης. Η ανθρώπινη νόηση, με όλους τους περιορισμούς της, τι μπορεί εν τέλει να κατακτήσει εξόν από κάποιο αμελητέο κομμάτι της αλήθειας; Όσο και αν πασχίσουμε σε ολόκληρη τη ζωή μας, δεν είμαστε ικανοί να γνωρίσουμε τον κόσμο παρά σε ελάχιστο βαθμό. Ό,τι και αν επιλέξουμε να μελετήσουμε, σε οποιοδήποτε αντικείμενο και αν αφιερώσουμε τον βίο μας, δεν θα κατορθώσουμε τελικά να αποκομίσουμε παρά ένα απειροστό των συνολικών γνώσεων: λίγες μονάχα μικρολεπτομέρειες από το όλον που μας διαφεύγει. Πώς είναι δυνατόν να αποκρυπτογραφήσουμε το απέραντο σύμπαν ή την πολυπλοκότητα της ζωής με τόσο πενιχρά δεδομένα;
Όλοι μας είμαστε λίγο-πολύ σαν τον φιλόσοφο της παραβολής: θαρρούμε πως διερευνούμε στοχαστικά τη σοφία και την επιστήμη, ενώ όλη την ώρα δεν κάνουμε άλλο παρά να παίζουμε σαν τα παιδιά με τη σβούρα τους. Ιδωμένη κάτω από τέτοια οπτική, η διήγηση του Κάφκα μεταβάλλεται σε κραυγή γνωσιολογικής απελπισίας. Είναι σαρκαστική καταδίκη σε θάνατο για την ανθρώπινη γνωστική ικανότητα: μια διακήρυξη επιστημολογικού μηδενισμού, βουτηγμένη σε μαύρο χιούμορ.
Ιωάννης Κωνσταντάκος
Επίκουρος καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας