Η νηπενθής κοινωνία, η ουτοπία και η ελπίδα
«Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα είναι θρησκευόμενος ή δεν θα υπάρξει». Η προφητεία του Μαλρό δεν ήταν λανθασμένη. Η κακοδαιμονία του σύγχρονου, μη θρησκευόμενου και όλο και πιο βαθιά δυστυχισμένου και ανήμπορου ανθρώπου είναι εμφανής.
Ο Ιγνάσιο Ραμονέ αναφέρει την ιστορία ενός χρεοκοπημένου μικροεπενδυτή που κρεμάστηκε σε ένα δημόσιο πάρκο στη Μαδρίτη, καταγγέλλοντας τον κανιβαλισμό του συστήματος. Στο γράμμα που άφησε έλεγε πως έδωσε μια ύστατη ελπίδα στον Θεό: «Είχα κάτι σαν όραμα, ότι ο Θεός υπάρχει και ότι ίσως η μοίρα μου δεν ήταν η αυτοκτονία». Αγόρασε λοιπόν με όσα χρήματα του είχαν απομείΗ νει λαχεία και Λόττο. «Για να δω αν ο Θεός θα παρενέβαινε και θα με βοηθούσε να ζήσω». Αλλά ο ουρανός παρέμεινε απελπιστικά σιωπηλός, η τύχη δεν του χαμογέλασε και ο άνθρωπος στο τέλος κρεμάστηκε.
Να πεθαίνεις για τους λάθος λόγους είναι και σαν να ζεις για τους λάθος λόγους. Λάθος ζωές γεμίσαμε. Και να που τώρα βρισκόμαστε μια ανάσα κοντά στη συντριβή.
Η βουλιμία της ευμάρειας έγινε ένα τρύπιο σωσίβιο και γύρω σαν μανιασμένος ωκεανός, ο θάνατος. Γυμνό σπασμένο παιχνιδάκι στα χέρια μιας δυσοίωνης μοίρας, ο άνθρωπος σήμερα πασχίζει να υπάρξει. Ανεπιτυχώς, όπως όλα δείχνουν. Kαταθλίψεις, βιαιοπραγίες, αυτοκτονίες, ψυχικές διαταραχές, επιλογή του μίσους ως τρόπου ζωής και κατασκευή φανταστικών εχθρών στη θέση ενός ξένου εαυτού.
Από την άλλη μεριά, ο περί ελπίδας λόγος έχει τα όριά του. Aξίζει να αναφέρουμε ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν πέθαιναν μόνο όσοι έχαναν την ελπίδα αλλά και όσοι κατακλύστηκαν από αυτήν. Ετσι, ο μέσος όρος θανάτων την εβδομάδα ανάμεσα στα Χριστούγεννα του 1944 και στην Πρωτοχρονιά του 1945 αυξήθηκε υπερβολικά. Η εξήγηση δεν βρισκόταν στις σκληρότερες συνθήκες ζωής ή σε κάποιες νέες επιδημίες αλλά στο ότι οι κρατούμενοι είχαν ζήσει με την αφελή ελπίδα ότι θα βρίσκονταν στα σπίτια τους για τις γιορτές. Οσο πλησίαζε η ώρα της διάψευσης έχαναν το κουράγιο τους και ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς πέθανε.
Η χαμένη ελπίδα σκοτώνει αλλά το ίδιο και ο πλεονασμός, η αφελής υπεραφθονία της ελπίδας.
Η εμπειρία του Αουσβιτς μας διδάσκει ακόμη ότι οι θρησκευόμενοι εβραίοι και οι κομμουνιστές ήσαν ψυχικά προνομιούχοι. Η πίστη ήταν θεραπευτική. Ενα ένδυμα που προστάτευε από την παγωνιά. Αλίμονο στους σκεπτικιστές διανοουμένους που αρκετοί, ακόμη και χρόνια μετά την απελευθέρωση, αυτοκτόνησαν.
Και σήμερα; Αν δεν έχεις την ευλογία του πιστού; Πόσο μπορείς να ελπίζεις δίχως να αυταπατάσαι; «Αν δεν πιστέψεις στο ανέφικτο, πώς θα το πετύχεις;». Ηταν το αγαπημένο μου σύνθημα στα χρόνια των σπουδών μου. Μιλάμε όμως για εποχές που η ελπίδα δεν ήταν μια απαγορευμένη, σχεδόν γραφική, αν όχι αφελής έννοια. Τότε που η πίστη πήγαζε από την ελπίδα ότι ένας άλλος κόσμος ήταν εφικτός.
Τα χρόνια κύλησαν κι εμείς πληρώσαμε ένα μεγάλο αντίτιμο. Γίναμε μια κοινωνία αναλφάβητων στον ψυχικό πόνο. Στον βωμό της όποιας ελπίδας θυσιάσαμε την επεξεργασία του πόνου. Οπως ο διάβολος το λιβάνι αποφύγαμε το πένθος. Κι όμως ο πόνος είναι μια δύναμη, μια γέφυρα που μας ενώνει με κοιτάσματα αλήθειας μέσα μας. Γι’ αυτό και ο Ντοστογέφσκι παρακαλούσε «μονάχα ένα φοβάμαι, να είμαι ανάξιος της οδύνης μου, των μαρτυρίων μου».
Η κοινωνία μας είναι μια νηπενθής κοινωνία. Αρνείται, συγκαλύπτει, ιατρικοποιεί τον πόνο. Ο ψυχικός πόνος γίνεται αντιληπτός διαρκώς σαν ένα έλλειμμα, ένα ελάττωμα, ενάντια στη σκοτεινή επιταγή αισιοδοξίας που μέχρι πρότινoς μας κατέκλυζε. Ο αποτελεσματικός, λειτουργικός, εκσυγχρονισμένος άνθρωπος της εποχής μας αρνήθηκε πεισματικά το πένθος. Η κυρίαρχη επιταγή μιας απροϋπόθετης «προς τα εμπρός κίνησης» – «Πρέπει να προχωράμε μπροστά και να μην κοιτάμε πίσω» – έκανε τον στοχασμό πάνω στο τραύμα μια ενοχλητική παραφωνία. Παράδοξα όμως έτσι και η ελπίδα μεταμορφώθηκε σε ένα άδειο ρητορικό σχήμα.
Η απειλή σε αυτή την κρίση είναι το πάγωμα της σκέψης, η άμβλυνση του συναισθήματος, η αδυναμία στοχασμού και επαναστοχασμού πάνω στην απώλεια. Η νέκρωση αλλιώς.
Σε ακραίες συνθήκες βλέπουμε τον άνθρωπο να υπερβαίνει τη μοίρα του. Δεν υπάρχουν συρματοπλέγματα σήμερα, όμως το να κρατηθούμε στη ζωή είναι και σήμερα το ίδιο επιτακτικό. Η κρίση μας παροτρύνει να επαναπροσδιορίσουμε μέσα από τα συντρίμμια τη σχέση μας με την απώλεια και τον θάνατο. Τη σχέση μας δηλαδή με τα δεδομένα της ύπαρξής μας.
Αν δεν καταθέσουμε τα όπλα, αν δεν φυσικοποιήσουμε το αφύσικο που μας κυκλώνει τότε όλα μπορεί να είναι ανοιχτά. Το μέλλον, όπως μας διδάσκει η Ιστορία, ανήκει στην έκπληξη. Το ίδιο μάς διδάσκουν και όλοι όσοι πέρασαν από την κόλαση κι επέστρεψαν πίσω αλλιώς, ζωντανοί και δυνατοί. Ανώνυμοι ήρωες της καθημερινότητας που παλεύουν σήμερα να μην αδειάσουν από το ανθρώπινο στοιχείο τους, να μην ενδώσουν στη βαρβαρότητα.
Από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη στη διάρκεια της Κατοχής, «Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους», συνάγεται ένα σημαντικό συμπέρασμα: Οσοι λειτούργησαν συλλογικά γλίτωσαν από τον ψυχικό εκμηδενισμό. Οσοι μετείχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην αντίσταση, όσοι δηλαδή δεν υπέστησαν παθητικά τις κακουχίες του πολέμου, γλίτωσαν τον αφανισμό.
Αντιγράφω ένα σύνθημα από έναν τοίχο του Παντείου: «Σε έναν κόσμο για λίγους δεν έχει θέση κανείς» μια συλλογικότητα, ένα «μαζί» διαγράφεται στον ορίζοντα. Ενα «μαζί» που δεν μπορούμε, δεν γίνεται πια να αγνοούμε γιατί η ζωή μας, η ύπαρξή μας θα είναι πάντα στενά συνδεδεμένη με την απώλεια, ο έρωτας με τον θάνατο, η ελευθερία με τον φόβο και το μεγάλωμα με τον αποχωρισμό. Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό.
H κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το νέο βιβλίο της «8 ώρες και 35 λεπτά» κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη.