Η Καχυποψία

Η καχυποψία κινείται και παρατηρείται σε μια μεγάλη μερίδα του κοινωνικού συνόλου, η οποία υποψιάζεται το κακό. Κάτι που στην ουσία μπορεί να μην υπάρχει, γιατί οι εικασίες μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Συμβαίνει όλα όσα διαδραματίζονται στο χωροχρόνο να μην είναι ανάλογα των προσδοκιών του καθενός. Η γενικότερη εικόνα που θα μπορούσε να σκιαγραφήσει κανείς για την κοινή γνώμη είναι, συγκριτικά με άλλες προσωπικές του, κακή. Το «καλή» και «κακή» είναι κάτι που αιωρείται και θα αποφύγουμε να το μεταχειριστούμε, προκειμένου να δούμε τους μέσους όρους και την καρδιά της καχυποψίας. Πρέπει να δούμε πως κινείται, τι επιτυγχάνει, τι επιπτώσεις έχει στον ίδιο τον άνθρωπο που τη προκαλεί. Για να τη προκαλέσει κανείς σημαίνει ότι υπάρχει, ότι κάτι το δυσοίωνο πλανιέται. Επομένως γεννιέται, από τον ίδιο τον άνθρωπο που πολλές φορές αναρωτιέται γι’ αυτή του τη καχυποψία, άρα τη γνωρίζει.
Στο αν τη γνωρίζει ή όχι δεν τον ελέγχει κανείς παρά μόνο η συνείδησή του. Εκεί ακριβώς χρειάζεται ο αυτοέλεγχος και το κριτικό πνεύμα από τον ίδιο τον άνθρωπο, διότι η καχυποψία έχει το στοιχείο της απόρριψης. Όλοι για μας ενεργούν κακοπροαίρετα. Δεν αφήνεται η ευκαιρία σε αυτό το άλλο, που θα έρθει τη μια και μοναδική φορά, να έχει εξελικτική πορεία. Είναι λίγες οι φορές που έχουμε τη δυνατότητα σε αυτό το μοναδικό που κρύβει το μεγαλείο της ζωής. Με τη καχυποψία οι πάντες είναι ύποπτοι γύρω μας, κάτι που στην ουσία δεν ισχύει γι’ αυτό από αυτήν ωφελούνται μόνο οι ανύποπτοι.
Αυτοί αφυπνίζονται κι έχουν περαστικές αναλαμπές για κάτι που έγινε. Πάντα όταν μιλάμε για καταστάσεις, δεν είναι δυνατόν να τις χρησιμοποιούμε πάντοτε ωςδικαιολογία γι’ αυτή τη καχυποψία. Η αναζήτηση του νέου θα μας ανανεώσει για να σκεφτούμε αύριο καλύτερα. Αν συνεχίσουμε να προκαλούμε τη καχυποψία, αυτή θα μας σταματήσει σε αυτήν την αναζήτηση.