Η ευτυχία και η οδύνη
Παρατηρήστε όμως το εξής φαινόμενο. Οταν οι άνθρωποι ανακαλούν το παρελθόν, δεν μιλούν μόνο για την ευτυχία. Συχνά οι δοκιμασίες που πέρασαν φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες. Οι άνθρωποι στοχεύουν την ευτυχία αλλά νιώθουν ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα από τις οδυνηρές δοκιμασίες.
Τώρα, βέβαια, καλό είναι να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα αναγκαστικά εξευγενιστικό στον πόνο. Οπως η αποτυχία είναι ενίοτε απλώς αποτυχία (και όχι ο δρόμος για να γίνεις ο επόμενος Στιβ Τζομπς), τα βάσανα συχνά είναι απλώς κάτι καταστροφικό.
Ωστόσο, ορισμένοι άνθρωποι πράγματι εξευγενίζονται από τον πόνο. Ας σκεφτούμε τον τρόπο που ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ επέστρεψε στην πολιτική πολύ πιο σοφός και ευαίσθητος μετά την πολιομυελίτιδα από την οποία προσβλήθηκε. Συχνά η σωματική ή κοινωνική οδύνη μπορεί να δώσει στους ανθρώπους μια διαφορετική προοπτική, μια πολύ οξύτερη επίγνωση για τα βάσανα που άλλοι υποφέρουν.
Το μεγάλο πράγμα, όμως, που κάνει η οδύνη είναι ότι σε βγάζει έξω από εκείνη ακριβώς τη νοοτροπία που η ευτυχία ενθαρρύνει. Η ευτυχία σε θέλει να σκέφτεσαι μόνο πώς να μεγιστοποιήσεις τα πλεονεκτήματά σου. Η δυσκολία και ο πόνος σε στέλνουν σε μιαν άλλη πορεία.
Πρώτα πρώτα, η οδύνη σε τραβάει βαθύτερα μέσα στον εαυτό σου. Ο θεολόγος Πολ Τίλιτς έγραψε ότι οι άνθρωποι που περνούν μια οδυνηρή δοκιμασία φεύγουν πέρα από τη ρουτίνα της ζωής τους για να ανακαλύψουν ότι δεν είναι ακριβώς αυτοί που νόμιζαν πως είναι. Η αγωνία, ας πούμε, της σύνθεσης ενός σπουδαίου έργου μουσικής ή η θλίψη για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να σπάσει αυτό που κάποιος θεωρούσε δάπεδο της ύπαρξής του, αποκαλύπτοντας μια περιοχή που βρισκόταν από κάτω, κι έπειτα να σπάσει και το δεύτερο δάπεδο, αποκαλύπτοντας ένα άλλο κοίτασμα.
Επιπλέον, η οδύνη προσφέρει στους ανθρώπους μια ακριβέστερη αίσθηση των ορίων τους. Οταν κάποιος βυθίζεται σ’ αυτές τις βαθύτερες ζώνες αντιμετωπίζει το γεγονός ότι δεν μπορεί να καθορίσει τι συμβαίνει εκεί ούτε να κοντρολάρει τα συναισθήματά του. Και η διαδικασία της επούλωσης, όταν η θλίψη μαλακώνει, είναι κι αυτή κάτι που δεν προκαθορίζεται, μια φυσική ή θεία διεργασία πέρα από τον ατομικό έλεγχο.
Ωστόσο, στη διάρκεια μιας σοβαρής δοκιμασίας, υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται μια κλήση. Δεν είναι κυρίαρχοι της κατάστασης, αλλά ούτε ανήμποροι. Δεν καθορίζουν την πορεία του πόνου τους, αλλά μπορούν να απαντήσουν σ’ αυτόν. Και πολλές φορές νιώθουν την ηθική ευθύνη να απαντήσουν καλά, σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο από το επίπεδο της συμφεροντολόγας ατομικής ευτυχίας.
Η απάντησή τους δεν είναι η αναζήτηση της ευχαρίστησης αλλά η αγιότητα, και δεν το θέτω καν με τη θρησκευτική έννοια. Σημαίνει να βλέπεις τη ζωή σαν ένα ηθικό δράμα, τοποθετώντας την οδυνηρή εμπειρία σε ηθικό πλαίσιο και προσπαθώντας να επανορθώσεις κάτι κακό μετατρέποντάς το σε κάτι ιερό. Γονείς που έχασαν το παιδί τους έχουν δημιουργήσει ιδρύματα. Ο Αβραάμ Λίνκολν, μετά την τρομακτική δοκιμασία του Εμφυλίου, έδωσε τη ζωή του για την ενότητα της πατρίδας του. Αιχμάλωτοι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με τον ψυχολόγο Βίκτορ Φρανκλ ορκίστηκαν να φανούν άξιοι των ελπίδων και των προσδοκιών των αγαπημένων τους προσώπων, έστω κι αν πολλά από αυτά τα πρόσωπα πιθανόν να μη βρίσκονταν πια στη ζωή.
Η ανάρρωση από την οδύνη δεν είναι σαν την ανάρρωση από αρρώστια. Πολλοί άνθρωποι δεν βγαίνουν γιατρεμένοι. Βγαίνουν διαφορετικοί. Συγκρούονται με τη λογική του ατομικού συμφέροντος και φέρονται παράδοξα. Αντί να οπισθοχωρήσουν από τις δεσμεύσεις της αγάπης, που σχεδόν πάντα συνεπάγονται πόνο, ρίχνονται ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτές. Ακόμα κι όταν βιώνουν τις πιο φοβερές συνέπειες, ρίχνονται με μεγαλύτερο πάθος και ευγνωμοσύνη στην τέχνη τους, στις αγάπες τους, στους στόχους τους.
Η οδύνη που φέρνει στη ζωή τους η επιδίωξη αυτών των στόχων γίνεται ένα τρομακτικό δώρο, πολύ διαφορετικό από το άλλο πολυπόθητο δώρο, την ευτυχία, όπως συμβατικά προσδιορίζεται.