Γενέθλιος τόπος
Κατέβηκα από το λεωφορείο τελευταίος. Ήδη μέσα μου σιχτίριζα την απόφασή μου να μην οδηγήσω αλλά να πάρω το λεωφορείο της γραμμής για οικονομία. Το προβληματικό κλιματιστικό του λεωφορείου, τα παράθυρα που δεν άνοιγαν και η ζέστη είχαν ζωγραφίσει μεγάλους λεκέδες ιδρώτα στις μασχάλες και στην πλάτη μου ενώ το βουητό στο κεφάλι μου δυνάμωνε.Χρόνια πριν ένατηλεγράφημα μου ανακοίνωνε ξερά ότι η μητέρα μου είχε «αποδημήσει εις Κύριον». Στην κηδεία της ήρθε όλο το χωριό από περιέργεια να δουν τον Αμερικάνο. Την επομένη ο συγγενής και γείτονας από το απέναντι σπίτι μου ζήτησε να συνεισφέρω χρηματικά στην ανέγερση ενός εξωκλησιού σαν χρέος απέναντι στην ψυχή της συχωρεμένης. «Μια σκατούλα θα πάρεις από μένα» του απάντησα. Μια εβδομάδα αργότερα πετούσα για Νέα Υόρκη.
Καλοκαίρι με δυο τρεις μεγαλύτερους έπιασε δουλειά σε ένα σιδεράδικο. Στο βουνό, σκούριαζαν ξεχασμένα δυο μεγάλα κανόνια. Δουλειά τους να τα κόψουν για να τα λιώσει ο σιδεράς. Μένανε σ’ ένα χαμόσπιτο στο βουνό. Πιο κάτω μια γριά είχε μια στάνη. Όταν τη βοήθαγαν στο άρμεγμα τους έδινε γάλα. Το κάρο του σιδερά ερχόταν μια φορά την εβδομάδα να το φορτώσουν σίδερο και να τους αφήσει λίγο παστό χοιρομέρι, ένα κομμάτι λαδοτύρι και καμιά πιτσούνα ψωμί σταλμένα από τις μανάδες τους. Με τα λεφτά από τα κανόνια αγόρασε παπούτσια για τον ίδιο και για τη μάνα του ένα μαύρο μαντήλι για το κεφάλι. Τρία χρόνια μετά όταν απολύθηκε από φαντάρος έφυγε μετανάστης.
Ο συγγενής και γείτονας έμενε στο σπίτι πλάι στο λιοστάσι κάτω από το δρόμο∙ ήταν ξάδελφος της μάνας μου. Το παλιό του σπίτι τώρα είχε αντικατασταθεί από ένα στέγαστρο που σκίαζε δυο αγροτικά αυτοκίνητα ενώ στο βάθος έστεκε ένα καινούργιο μοντέρνο δίπατο.
Το υγρό χώμα έμπαινε μέσα στα τρύπια παπούτσια του παγώνοντάς του τα πόδια. Στο λιοστάσι απέναντι οι εργάτες μάζευαν τα τελευταία σακιά και τα φόρτωναν πάνω στο κάρο για το ελαιοτριβείο της περιοχής. Οδηγός ο ιδιοκτήτης του λιοστασιού, συγγενής και γείτονας. Μικρές ελιές γυάλιζαν ακόμα στη γη, είτε γιατί οι τρυγητές απαξίωσαν λόγω του μεγέθους τους να τις μαζέψουν, είτε γιατί πάνω στη φούρια της δουλειάς κάποιες από αυτές είχαν ξεγλιστρήσει απ’ τα λιόπανα. «Μπάρμπα αν σου μαζώξω τα λιγοτάρια θα μου δώκεις λεφτά να πάρω παπούτσια;» «Μάζωξτα συ κι άγνοια σου» Πέντε μέρες αλώνιζε τα γύρω λιοστάσια με βροχή και ψιλόχιονο γεμίζοντας ένα σακί ασήκωτο για την ηλικία του που το κουβάλησε μέχρι την πόρτα του μπάρμα. «Μπάρμπα μάζωξα όλα τα λιγοτάρια. Δώσ’ μου τώρα λεφτά για τα παπούτσια». «Μια σκατούλα θα πάρεις. Φεύγα από δω». Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε τη μύτη του, έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο σακί και η αυλή γέμισε ελιές που κυλούσαν.
Απέναντι από το λιοστάσι με το μοντέρνο δίπατο, το παλιό οικογενειακό σπίτι με κοιτούσε μέσα από παράθυρα με αφύσικα κρεμασμένα, λειψά παντζούρια. Η εξώπορτα υποχώρησε με το πρώτο σπρώξιμο αφήνοντας φως και αέρα να χυθούν βίαια μέσα του, φωτίζοντας σκοτεινές γωνιές αναμνήσεων, ενώ το μυαλό κατέγραφε τις σχετικές λεζάντες και σαν κομπιουτεράκι, υπολόγιζε τα χρόνια απουσίας από το γενέθλιο τόπο.
Who is Who : Η ΄Ελενα Κουράντη γεννήθηκε στον Πειραιά. Αποφοίτησε από το Αγγλικό Εμπορικό Κολλέγιο «Saint George». Έχει παρακολουθήσει και συνεχίζει να παρακολουθεί σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Αγαπά το διάβασμα, τη συγγραφή διηγημάτων, τη μαγειρική και της αρέσει να φωτογραφίζει τη φύση.