Όταν ο Έρωτας παντρεύτηκε την πανέμορφη Ψυχή αφού πρώτα την τυράννησε με εντολή της ζηλιάρας μητέρας του Αφροδίτης – της έκαναν μιά εγγονή την Χαρά!
Κάποτε υπήρχε ένας βασιλιάς που είχε τρεις όμορφες κόρες. Η νεότερη ονομαζόταν Ψυχή και ήταν η πιο όμορφη από τις τρείς. Μερικοί μάλιστα λένε ότι η θεά της ομορφιάς, η Αφροδίτη αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να ισούται με αυτό το θνητό κορίτσι. Στην Θεά Αφροδίτη δεν άρεσε η αίσθηση του ανταγωνισμού, αμελούσε λοιπόν τη προσωπική της ζωή και τις υποχρεώσεις της και παρακολουθούσε συνέχεια αυτό το όμορφο νεαρό κορίτσι με οργή και ζήλια.
Για’υτο ζήτησε την βοήθεια από τον άτακτο γιο της, τον Ερωτα, τουζήτησε να ρίξει ένα από τα φαρμακερά βέλη του στην καρδιά της νεαρής κοπέλας και να την κάνει να ερωτευτει με το πιο άσχημο πλάσμα του κόσμου. Εκείνος οπως παντα συμφωνησενα βοηθήσει την μητέρα του. Στον κήπο της Αφροδίτης υπηρχαν δυο βρύσες, η μία με γλυκό πόσιμο νερό και η άλλη με πικρό νερό. Ο Έρως γέμισε δυο μεγάλα δοχεία το ένα από κάθε πηγη και πέταξε στο δωμάτιο της Ψυχης, την οποία βρήκε στον ύπνο. Ο Έρως έσταξε μερικές σταγόνες από το πικρό νερό στα χείλη της Ψυχής, έστω και αν το θεαμά της, τον συγκίνησε. Την άγγιξε στη συνεχεια με ένα απο τα βέλη του, με το πάτημα, εκείνη ξύπνησε και κοίταξε κατευθειάν προς το μέρος του Ερωτα (ο ιδιος ήταν αόρατος), αυτό ξάφνιασε τόσο πολυ τον Έρωτα που τραυματίστηκε στο πλευρό του με το δικό του βέλος. Τότε ο Έρωτας προσπάθησε να διορθώσει το κακό που είχε κάνει, ρίχνοντας το νερό της χαράς στα πλούσια μεταξένια μαλλιά της, αναφέρει το abettergreece.com.
Περάσαν τα χρόνια και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της Ψυχης παντρεύτηκαν με πλουσιούς πριγκηπές και έφυγαν μακριά της. Οι νεαροι άντρες θαύμαζαν τη νεαρή παρθένα, αλλά κανείς δεν ενδιέφερε τη Ψυχη. Οι γονείς της, φοβούμενοι ότι η κόρη τους είχε καταραστεί από έναν από τους Θεούς, συμβουλεύτηκαν το μαντείο του Απολλωνα. Η απάντηση που πήραν επιβεβαίωσε τις υποψίες τους. Η κόρη τους είχε τεθεί κάτω από ένα ξόρκι και κανέναν θνητό δε θα μπορούσε να αγαπήσει ποτέ. Ο μέλλον συζηγός της, την περίμενε στην κορυφή του βουνού, ήταν ένα τέρας στο οποίο ουτε Θεός, ουτε θνητός μπορούσε να αντισταθεί. Οι γονείς της στεναχωρέθηκαν πολύ αλλά η Ψυχή έμεινε ήρεμη και παρακαλεσε τους γονείς της να τη πάνε στη κορυφή του βουνου, όπου την περίμενε η κακή μοιρα της. Την επόμενη ημέρα, οι γονείς οδήγησαν την όμορφη κόρη στη κορυφή του βουνού και επεστρεψάν με βαριά καρδιά στο σπίτι τους χωρίς την όμορφη κόρη τους.
Η Ψυχή στάθηκε στην άκρη του βουνού, φοβισμένη και τρόμαγμάνη, έτοιμη να βάλει τα κλάμματα. Τότε ο Ζέφυρος (ο Θεός του δυτικού ανέμου) την πήρε και την κατέβασε σε ένα πράσινο πανέμορφο λιβάδι. Η Ψυχή ξάπλωσε και κοιμήθηκε, όταν ξύπνησε και κοίταξε γύρω της, καταλάβε ότι σε ένα τόσο όμορφο μέρος ήταν αδύνατον να μένουν θνητοί παρα μόνο Θεός. Τότε είδε ένα παλάτι, το οποίο πλησίασε με χάρα και έκπληξη. Χρυσές κολώνες στηριζαν τη στέγη και τους τοίχους στόλιζαν γλυπτά και έργα ζωγραφικής τα οποία αιχμαλώτιζαν το μάτι του κάθε θεάτη. ΄Περπάτησε πιο μέσα στο παλάτι θαυμάζοντας τα πλούτη όταν άκουσε μια φωνή να της λεεί ότι πλεον του ανήκε. Ακόμη της είπε ότι οι άλλες φωνές που θα άκουγε ανήκαν στους υπηρέτες και ότι ένα δωμάτιο είχε ετοιμαστεί για να ξεκουραστεί, ένα μπάνιο για να πλυθεί και πως όταν πεινούσε να καθίσει στο τραπέζι να διατάξει ότι ήθελε να φάει. Όλα συνέβησαν όπως η φωνή είχε πει, το φαγητό ήταν πλούσιο, το κρασί της νεκταρ, η μουσική έπαιζε στο παρασκήνιο αλλά μουσικούς δεν μπορούσε να δεί. Είχε περάσει αρκετός καιρός μα ακόμα η Ψυχη δεν είχε δει το προσωπό του συζήγου της, ερχόταν στα σκοτεινά και έφευγε τα χαράματα, του ζητούσε να μείνει μαζί της και να την αφήσει να τον δει μα εκείνος δεν συμφωνούσε.
Ο Έρωτας και η Ψυχή
Της έκανε όλα τα χαρτηριά προσπαθώντας να τη κάνει ευτιχισμένη, της ζήτησε να τον αγαπάει σαν ίσο προς αυτη και όχι σαν Θεό. Η Ψυχή ένιωθε μεγάλη μοναξιά γιατί ήταν μακριά από τους γονείς και τις αδελφές της. Το βράδυ, παρακάλεσε τον άντρα της να καλέσει τις μεγαλύτερες αδελφές της στο παλάτι για να μοιραστούν τα πλούτη μαζί της.Εκείνος απρόθυμα δέχτηκε. Την επόμενη ημερα έστειλε τον Ζέφυρο να φέρει τις δύο αδελφές της. Εκεινός τις έφερε στην κοιλάδα, τα κορίτσια αγκαλιάστηκαν με χαρά. Θαυμάζαν τα πλούτη της Ψυχης και της έκαναν πολλές ερωτήσεις σχετικά με τον συζηγό της. Η Ψυχη ομολόγησε ότι δεν είχε δεί ακόμα το προσωπό του συζήγου της.Οι αδελφές της Ψυχής της υπενθύμισαν ότι ο σύζυγός της έπρεπε να είναι ένα τέρας και πως μιά μέρα θα την έτρωγε ζωντανή. Της είπαν να πάρει ένα λυχνάρι και ένα μαχαίρι και να δεί το προσωπό του συζήγου της καθώς εκείνος κοιμόταν. Αν ήταν ένα τέρας θα έπρεπε να του κόψει το κεφάλι για να κερδίσει την ελευθερία της. Η Ψυχή υπάκουσε τις αδελφές της και όταν ο συζηγός της αποκοιμήθηκε άναψε το λυχνάρι και είδε ότι δεν ήταν ένα τέρας αλλά ένας όμορφος νεαρός Θεός με λευκό δέρμα σαν χιόνι και φτερά σε κάθε ώμο. Εκείνη έσκυψε να τον δει καλύτερα αλλά μιά σταγόνα καυτό λάδι έπεσε από το λυχνάρι στον ώμο του και τον ξύπνησε. Ο Έρως χωρίς να πεί ουτε μια λέξη σηκώθηκε και έφυγε πετώντας από το παράθυρο, εκείνη προσπάθησε να τον ακολουθήσει αλλά έπεσε στο έδαφος. Ο Έρως την είδε ξαπωμένη στο έδαφος και σταμάτησε και τη ρώτησε αν με αυτον τον τρόπο ξεχρέωνε την αγάπη και τη φροντίδα που της είχε προσφέρει.
Αφήνοντας την Ψυχη ξαπωμένη στο εδαφος, πεταξε μακριά. Το παλάτι εξαφανίστηκε και βρισκόταν πλέον σε ένα χωράφι κοντά στο μέρος που έμεναν οι αδελφές της. όταν είπε στις αδελφές της την ιστορία της, αυτες έδειξαν λυπημένες ενώ μέσα τους χάρηκαν με τη σκέψη ότι ο Θεός θα επέλεγε μια από αυτες για γυναίκα του. Η Ψυχή περπατούσε μέρα, νυχτά χωρις νερό και χωρίς φαγητό ψαχνωντας τον άντρα που αγαπούσε. Έτσι βρέθηκε στην κορυφή ενός βουνού όπου υπηρχε ένας ναός. Η Ψυχή μπήκε μέσα στον ναό και είδε ότι ήταν γεμάτος από καλαμπόκι και σιτάρι και διάφορα αγροτικά εργαλεία, Η Ψυχή άρχισε να τακτοποίει τα πράγματα στον ναό. Ο ναός ανήκει στην Θεά Δήμητρα η οποία εμφανίστηκε ξαφνικά και έδειξε πολυ ευχαριστημένη με την Ψυχη. Η Θεά Δημητρά της είπε ότι γνώριζε την ιστορία της δυστηχίας της και τη συμβούλεψε να παραδώσει τον εαυτό της στην Θεά Αφροδίτη, ίσως τότε κερδίσει την συγχώρεση της και κέρδιζε ξανά τον συζηγό της. Η Ψυχή υπάκουσε τις εντολές της Θεάς Δήμητρας και ξεκίνησε το ταξίδι προς τον ναό της Αφροδίτης.
Η Αφροδίτη δέχτηκε με θυμό την Ψυχη, της είπε ότι ο γιός τηςήταν άρρωστος από μιά πλήγη που του είχε δημιουργήσει η ίδια αλλά αν ήθελε να κερδίσει τον άντρα της θα έπρεπε να τελείωσει τρείς αποστολές που θα της έδινε. Τη πήγε λοιπόν σε μιά αποθήκη όπου υπήρχαν σωροί από ανακατωμένα όσπρια. Η Αφροδίτη της είπε ότι μέχρο το σκοτάδι έπρεπε να ξεχωρίσει όλα τα όσπρια μεταξύ τους. Η Ψυχη ήταν πολύ κουρασμένη και η έλλειψη φαγητού και νέρου την έκαναν αδυναμη. Κάθησε και κοιτούσε τους σωρούς χωρίς να κουνηθεί καθόλου. Ο Έρος την παρακολοθούσε σιωπηλά, όταν είδε ότι δεν μπορούσε να αποτελειώσει την αποστολή έστειλε τα μυρμυγκια για να τη βοηθήσουν. Ξάφνικα εμφανιστηκαν μπροστα στα μάτια της Ψυχης εκατοντάδες μυρμηγκια τα οποία κουβαλούσαν τους κρόκκους και έφτιαχναν καινουργιούς τακτοποιήμενους σωρούς. Όταν επέστρεψε η Αφροδίτη κατάλαβε πως κάποιος βοήθησε την Ψυχη γιατί η απόστολη ήταν παρα πολυ δύσκολη. Έριξε λοιπον ένα κομμάτι παλιό ψωμι στην αποθήκη για να φαεί η Ψυχη και έφυγε. Το επόμενο πρωί επανεμφανίστηκε και έδωσε μια δεύτερη αποστολή στην Ψυχή. Η δευτερη αποστολή ήταν να ταξιδέψει η Ψυχη πέρα από τον ποταμό, όπου έβοσκαν άγρια πρόβατα χωρίς βοσκό, τα πρόβατα αυτά είχαν χρυσό τρίχωμα και η Αφροδίτη ήθελε ένα κομμάτι από το τρίχωμα τους. Η Ψυχη ξεκίνησα αμέσως για τον ποταμό, εκεί βρήκε τον Θεό του ποτάμου, ο οποίος της είπε πως τα πρόβατα αυτά ήταν θανατηφόρα και έτσι τη βοήθησε ο ίδιος να αποτελειώσει την αποστολή της.
Έτσι όταν η Ψυχή επέστρεψε με τα χέρια της γεμάτα από το Χρυσόμαλλο Δέρας. Η Αφροδίτη κατάλαβε ότι πάλι ένας Θεός τη βοήθησε και της έδωσε και τρίτη αποστολή. Η τρίτη αποστολή ήταν να επισκεφτεί η Ψυχή την Θεά Περσιφωνη και να γεμίσει ένα κουτι απο την όμορφιά της Θεάς. Η Αφροδίτη χρειαζόταν την ομορφιά πριν σκοτεινιάσει ώστε να μπορούσε να βάψει το προσωπό της και να πάει στη μεγαλή συγκέτρωση των Θεών που θα γινόταν εκείνο το βράδυ.Όταν η Ψυχή άρχισε τον επικύνδινο δρόμο προς το σπίτι της Θεάς Περσιφώνης, άκουσε μια φωνή από το πουθενά να της λεει πως εάν περπατούσε μέσα από μια σπηλιά ώστε να αποφύγει το θανάσιμο σκύλι το οποίο είχε τρία κεφάλια θα τελειώνε την τρίτη αποστολή με ασφαλεία απλά δεν έπρεπε να ανοίξει το κουτί που θα της έδινε η Θεά Περσιφώνη. Η Ψυχή όμως αφού πήρε το κουτί που κρατούσε την ομορφιά ήθελε να βάλει λίγο επάνω στο προσωπό της για να συναντήσει τον άντρα που αγαπούσε. Όταν άνοιξε το κουτι, σοκαρίστηκε γιατί αντί για πουδρά, υπηρχε μιά σχόνη που ανέβηκε αμέσως στο προσωπό της και την πήρε ο ύπνος επι τόπου, έπεσε κάτω στη μέση του δρόμου, ένα νυσταλέο σώμα χωρίς νόημα ή κίνηση.
Ο Έρως, ο οποίος είχε πιά γιατρευτεί, έψαχνε για την αγαπημένη του. όταν την βρήκε να κοιμάται στον δρόμο, τη τσίμπησε με ένα από τα βέλη του και τη ξύπνησε. Της είπε να επιστρέψει τοκουτί στη μητέρα του και θα αναλάβουμε εκείνος τα υπόλοιπα. Στη συνέχεια, ο Έρως, γρήγορος σαν τον κεραυνό, παρουσίασε ο ίδιος μπροστά από τον Δία και τον παρακάλεσε να τον βοήθησει να αλλάξει τη γνώμη της μητέρας του. Ο Διάς κατάφερε την Αφροδίτη να δεχτεί ως νύφη της την όμορφη Ψυχη, στη συνέχεια ο Δίας κάλεσε την Ψυχή στη μεγάλη συνάντηση των Θεών και της έδωσε ένα φλυτζάνι αμβροσία και την έκανε αθανατή. Ο Έρως και η Ψυχή απέκτησαν μιά κόρη που την ονομάσαν Χαρά.