Δεν είναι βιώσιμη λύση η έξοδος από το ευρώ
Η κυβέρνηση ενέκρινε πρόσφατα νέα μέτρα λιτότητας, απαραίτητα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που συνδέονται με τα 130 δισ. ευρώ του δεύτερου πακέτου στήριξης. Τα μέτρα εγκρίθηκαν λίγες μέρες προτού ανακοινωθούν τα οικονομικά στοιχεία που επιβεβαίωσαν μια πιο βαθιά ύφεση από την αναμενόμενη, με ετήσια πτώση του ΑΕΠ γύρω στο 7% για το 2011.
Κάποιοι σχολιαστές και οικονομολόγοι ισχυρίζονται πως το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης για το ελληνικό οικονομικό αδιέξοδο. Σε αυτό το πλαίσιο, η έξοδος από την Ευρωζώνη θεωρείται η «εύκολη λύση» για την άμεση αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ελληνικής οικονομίας.
Για να στηρίξουν το επιχείρημά τους οι συνήγοροι της επιλογής αυτής, αναφέρονται συχνά στην περίπτωση της Αργεντινής. Η σύγκριση με την εμπειρία άλλων χωρών μπορεί να αποδειχτεί εσφαλμένη και άκρως αποπροσανατολιστική. Πάνω απ’ όλα ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας πλασματικών προσδοκιών αναφορικά με τα πιθανά οφέλη της, υποτιμώντας το υψηλό κόστος που ενέχει. Ο αντίκτυπος της εξόδου από το ευρώ θα πρέπει να εξετασθεί με προσοχή, εστιάζοντας στις οικονομικές, χρηματοοικονομικές, πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνέπειες.
Οι υπέρμαχοι της εξόδου από το ευρώ υποστηρίζουν ένθερμα τη θέση τους με το επιχείρημα ότι η κατά 60% ή και περισσότερο υποτιμημένη δραχμή θα οδηγήσει αυτόματα σε άμεση αύξηση της ανταγωνιστικότητας, στην ενίσχυση των εξαγωγών και θα βοηθήσει την ανάκαμψη της οικονομίας. Ωστόσο, η ελληνική εμπειρία είναι πιθανό να είναι πολύ διαφορετική από αυτή μιας παραδοσιακής οικονομικής ανάλυσης. Πάνω απ’ όλα, η έξοδος από το ευρώ θα οδηγούσε στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την απώλεια του ευνοϊκού πλαισίου συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών-μελών της.
Η πλειοψηφία των εμπορικών εταίρων της χώρας είναι κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) τα οποία ανταγωνίζονται άμεσα την Ελλάδα στην παραγωγή παρόμοιων προϊόντων και επιπλέον αναμένουν επιβράδυνση της οικονομίας τους τα επόμενα χρόνια. Αυτό δείχνει ότι είναι μάλλον απίθανο τα μέλη της ΟΝΕ να επιτρέψουν στην Ελλάδα τη σημαντική υποτίμηση του νομίσματός της, αφήνοντάς την να διεκδικήσει και να κερδίσει μεγαλύτερα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα της Ελλάδας να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές της είναι άκρως υπερεκτιμημένη και πολύ πιθανό να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η περίπτωση της Αργεντινής είναι διαφορετική για πολλούς λόγους. Η χώρα επωφελήθηκε από τις θετικές τάσεις που επικρατούσαν στο εμπόριο την περίοδο που ακολούθησε την υποτίμηση του αργεντίνικου πέσο. Οι κυριότεροι εμπορικοί της εταίροι απολάμβαναν ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη που είχε ως αποτέλεσμα τη στήριξη των εξαγωγών της, ενώ παράλληλα δεν της επιβλήθηκαν σημαντικοί εμπορικοί φραγμοί. Τέλος, η υποτίμηση του πέσο ήταν πολύ υψηλότερη από την αύξηση του πληθωρισμού που προέκυψε από αυτή. Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην Αργεντινή έφθασε σχεδόν το 40% κατά τους πρώτους μήνες μετά την υποτίμηση, το ποσοστό αυτό παρέμεινε χαμηλότερο από αυτό της υποτίμησης. Αυτό βοήθησε τη χώρα να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία έχει χάσει περίπου το 30% της ανταγωνιστικότητάς της σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της ΟΝΕ και τους κυριότερους εμπορικούς της εταίρους. Αυτό συνέβη ως επί το πλείστον λόγω της αύξησης του πληθωρισμού και των μισθών σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά της αύξησης της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει κρίση χρέους, καθώς και άλλες χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία αντιμετωπίζουν παρόμοια μείωση της ανταγωνιστικότητας. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο θα ήταν πολύ δύσκολο για τα υπόλοιπα μέλη της ΟΝΕ να δεχτούν την υποτίμηση της δραχμής, χωρίς να επιβληθούν αντισταθμιστικά μέτρα για την προστασία των εγχώριων επιχειρήσεων από τον «αθέμιτο» ανταγωνισμό.
Το πάγωμα των καταθέσεων και ο έλεγχος των κεφαλαίων είναι μερικές μόνο από τις δραματικές συνέπειες που θα πρέπει να αναμένονται στην περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Οι τράπεζες είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν μαζική απόσυρση καταθέσεων καθώς τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά θα προσπαθήσουν να διασφαλίσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε ευρώ ή άλλα ισχυρά νομίσματα. Η αβεβαιότητα των τελευταίων δύο περίπου ετών έχει ήδη οδηγήσει στην απόσυρση καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ θα διατρέξει κίνδυνο κατάρρευσης. Η Αργεντινή αντιμετώπισε παρόμοια κατάσταση απότομης πτώσης της αξίας του τοπικού της νομίσματος. Τότε, οι κυβερνητικές αρχές, με στόχο την αποφυγή μαζικής απόσυρσης καταθέσεων, επέβαλαν το πάγωμα αυτών («Corallito»). Η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να δρομολογήσει παρόμοιο πάγωμα καταθέσεων, το οποίο αν είναι πολύ περιοριστικό, όπως στην περίπτωση της Αργεντινής, μπορεί να οδηγήσει στη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας και σε κοινωνικό χάος.
Επιπρόσθετα, η μετατροπή των εκφρασμένων αξιών συμβάσεων (contract denomination) θα ασκήσει ισχυρές πιέσεις στις επιχειρήσεις. Ολες οι υποχρεώσεις που υπάγονται σε μη ελληνικό δίκαιο θα πρέπει να διατηρηθούν στο νόμισμα του ευρώ, προκαλώντας αναντιστοιχία μεταξύ του νομίσματος των εσόδων τους και αυτού των υποχρεώσεών τους. Επιπλέον, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα έχουν δυσκολίες πρόσβασης σε πηγές χρηματοδότησης διεθνώς και κατακόρυφη αύξηση στο κόστος χρηματοδότησής τους. Οι περισσότερες από τις εταιρείες θα θεωρήσουν τότε ωφελιμότερο να δανειστούν σε ξένο νόμισμα για να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης, αλλά αυτό θα τις εκθέσει στις διακυμάνσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών και την αύξηση του κινδύνου χρεοκοπίας.
Τέλος, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος η Ελλάδα να αποκοπεί από τις ροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες έχουν στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μέχρι σήμερα. Οι πολυεθνικές εταιρείες και οι ελληνικές εταιρείες με εξαγωγικό προσανατολισμό ή σημαντική παρουσία εκτός Ελλάδος ενδέχεται να προτιμήσουν να μετεγκατασταθούν σε άλλες χώρες.
Μια μονομερής απόφαση για έξοδο από το ευρώ είναι επίσης πιθανό να οδηγήσει σε πολιτική απομόνωση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή. Οι αρνητικές οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνέπειες δεν θα περιοριστούν μόνο στην Ελλάδα, αλλά είναι πολύ πιθανό να εξαπλωθούν και στην υπόλοιπη Ευρώπη με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν και ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο ακόμη και σε παγκόσμια κλίμακα εάν δεν διαχειριστούν σωστά. Αυτό θα συνεπάγετο υψηλό κίνδυνο απομόνωσης και η περαιτέρω βοήθεια από διεθνείς οργανισμούς θα ήταν περιορισμένη, καθώς τα βασικά κράτη-μέλη των διεθνών οργανισμών θα αντιτάσσονταν σε επιπλέον παρέμβαση για την υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας.
Ολες οι οικονομικές, χρηματοοικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις που περιγράφτηκαν μέχρι τώρα δείχνουν προς μία κατεύθυνση, αυτήν της απότομης πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας και των επενδύσεων, στην περαιτέρω δραματική αύξηση της ανεργίας και σε ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα από αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Οι επιπτώσεις αυτές θα επιβαρύνουν κυρίως το αδύναμο μέρος του πληθυσμού ακόμη περισσότερο απ’ ό, τι σήμερα. Οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ που συχνά αναφέρουν την Αργεντινή ως μια ιστορία επιτυχίας, θα πρέπει επίσης να θυμούνται πως όταν η Αργεντινή εγκατέλειψε τη σκληρή ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο, το ποσοστό του πληθυσμού που ήταν επισήμως κάτω από το όριο της φτώχειας ήταν περισσότερο από 50%.
Πολλές και διαφορετικές εκτιμήσεις και προβλέψεις έχουν γίνει σε μια προσπάθεια να ποσοτικοποιηθούν οι οικονομικές συνέπειες που σχετίζονται με την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Αυτές οι εκτιμήσεις αναφέρονται σε πτώση του ΑΕΠ μέχρι 50% τον πρώτο χρόνο και σοβαρή ύφεση για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια. Ομως, ανεξάρτητα από το τελικό ποσοστό, το πιο σημαντικό να τονιστεί είναι ότι η πτώση στην παραγωγή δεν είναι απλώς ένας αριθμός, αλλά αντιπροσωπεύει νοικοκυριά, νέους ανθρώπους, ανισότητα, αύξηση της ανεργίας και απόγνωση. Η απόγνωση μπορεί να οδηγήσει σε ακραίες πολιτικές επιλογές, οι οποίες είναι ίσως χωρίς επιστροφή και διακινδυνεύουν να σύρουν τη χώρα στην άβυσσο.
Των Παναγιώτη Παπάζογλου και Fabrizio Jacobellis*
Παναγιώτης Παπάζογλου
Διευθύνων Σύμβουλος της Ernst & Young Ελλάδας