500 ευρώ…
Την κρίση την έζησα και την ζω ακόμη, βαθιά μέσα στο πετσί μου. Έχασα την δουλειά μου, στείρωσα τα όνειρα μου και ξαναγύρισα, με την ουρά στα σκέλια, πίσω στην μάνα μου. Δεν παύω ν’ αναρωτιέμαι… – Τον έρωτα πρόλαβα να τον ζήσω; Δεν θέλω να είμαι αχάριστος με τη ζωή, όπως είναι εκείνη μαζί μου. Για να είμαι ειλικρινής, μάλλον, πρόλαβα περισσότερο να τον γευτώ και λιγότερο να τον ζήσω. Θέλω να αποτυπώσω την ιστορία μου σε αυτό το χαρτί, όχι όμως επειδή έχω την ανάγκη να το κάνω, αλλά επειδή δεν θέλω να την ξεχάσω.
Τον τελευταίο καιρό ξεχνάω πολύ εύκολα, υποδουλώνομαι αβίαστα και παραδίνομαι γαλήνια. Οι πολεμοχαρείς λέξεις, με αξιωματικό την κρίση, υπαξιωματικό το άγχος και στρατιώτη την απογοήτευση, αποφάσισαν να εισβάλουν μέσα στην μνήμη μου και να ξεκληρίσουν τις πιο όμορφες στιγμές, αυτές που με παρηγορούν κάθε βράδυ, υπενθυμίζοντας μου, πως κάποτε και εγώ έζησα, ένιωσα και αγάπησα. Αυτή τη φορά αρνούμαι να γίνω σκλάβος τους! Θ’ αντισταθώ! Θα ξεθάψω το κουρασμένο μου θάρρος και τις λιγοστές ελπίδες που μου απέμειναν, για να μην διαγράψω αυτόν τον έρωτα! Θα τον διασώσω! Θα τον διασώσω, γράφοντας τον σε αυτό το λευκό φύλο. Θα καταγράψω τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν και αν δεν τα θυμηθώ όλα, τότε είμαι καταδικασμένος σε αιώνια λήθη, όπως όλα τα πλήθη.
Πριν από δυο μήνες, με κάλεσε ο προϊστάμενος μου στο γραφείο του, για να μου ανακοινώσει την μείωση του μισθού μου, από 800 ευρώ.. στα 500 ευρώ και οι υπερωρίες… καπνός, φαντάσματα… Θα σας γράψω ακριβώς τα λόγια του ανωτέρου μου: « Όσο για τις υπερωρίες η εταιρεία αποφάσισε να κάνει ευθανασία σε αυτή την λέξη… Μία που την άκουσες και μία που την ξέχασες.» Ταράχτηκα με το ύφος του λόγου του. Ήταν πρωτόγνωρο για εμένα, αυστηρός και γρήγορος, σα να προσπαθούσε την αυστηρότητα να την βολέψει μέσα στην ταχύτητα του φωτός. Να προλάβει να πει την πρόταση… και ο άλλος να μην προφτάσει να αντιδράσει, αλλά μόνο να φοβηθεί, χωρίς όμως να ξέρει την αιτία. Αυτά τα 500 ευρώ…
«500 ευρώ γεμάτα ευθανασία», το νέο απόφθεγμα των επιχειρήσεων που τράφηκε στην μήτρα του προηγούμενου χρόνου και εκκολάφθηκε το 2013. Αυτό το απόφθεγμα της κρίσης λοιπόν, είναι γραμμένο με ψιλά γράμματα στην νέα μου σύμβαση και αφού συμφώνησα να την υπογράψω, αποχώρησα με σκυμμένο το κεφάλι.
– Πόσο χαμηλά θα μας ρίξουν; … σκέφτηκα. Μέχρι να φτάσω στο γραφείο μου, αυτή η σκέψη με βασάνιζε. Μπορεί να μην είχα ζήσει την εποχή της Ιερής Εξέτασης, μα σας το ορκίζομαι, το ίδιο ανελέητα και ακόμη περισσότερο με βασάνιζε αυτή η σκέψη. Με αποσυντόνιζε, μ’ έκανε να μην μπορώ να δω μπροστά μου, να μην ξέρω που πηγαίνω, ώσπου έπεσα επάνω της, για την ακρίβεια την έσπρωξα για να φτάσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο γραφείο μου. Εκείνη με κοίταξε είπε ένα…
– Δεν πειράζει, σε καταλαβαίνω… Αντί να απολογηθώ εγώ σε εκείνη, μ’ ένα παράξενο τρόπο απολογήθηκε αυτή σε έμενα. Ήταν συγκαταβατική, κάρφωσε τα δυο καστανά μάτια της επάνω μου, όχι όμως για να με σταυρώσει, αλλά για να με λυτρώσει. Όταν με πλησίασε, δεν ήθελα να προσέξω τίποτα άλλο, πέρα από τα μαύρα κοντά μαλλιά της,. Μου κέντρισαν τη προσοχή μου διότι, μου έμοιαζαν με απάτητη οροσειρά. Οι τρίχες των μαλλιών της, ήταν σε σειρά, θαρρείς και κάποιος τις είχε πάρει μία μία και τις είχε στοιχίσει τόσο σχολαστικά, που ούτε μια τρίχα δεν εξείχε! Το κούρεμα της είχε διάφορα επίπεδα, όπως ακριβώς μια οροσειρά! Κοιτούσα το κεφάλι της εξερευνητικά, σαν άλλος Μάρκο Πόλο. Εκείνη σάστισε, ίσως και να ντράπηκε, είμαι σίγουρος πως ήθελε να με ρωτήσει… « Γιατί κοιτάζεις το κεφάλι μου;», αλλά δεν το έκανε, μάλλον από ευγένεια. Δεν τα παράτησε όμως, μου έπιασε το χέρι και άρχισε να μου μιλάει. Εγώ για ένα περίεργο λόγο δεν την άκουγα. Προσπαθούσα να σκεφτώ από πού την ξέρω. Είναι νέα συνάδελφος; Παλιά; Δεν μπορεί… είμαι πέντε χρόνια σ΄ αυτό το γραφείο, κάπου θα την είχα δει… Όμως το κούρεμα της και το πρόσωπο της δεν μου θύμιζαν τίποτα. Την διακόπτω και την ρωτάω απότομα…
– Ποια είσαι;… Αμέσως αφήνει το χέρι μου, στρέφει το πρόσωπο της προς την απέναντι μεριά και μου απαντάει…
– Είμαι η Βάγια, και το γραφείο μου είναι ακριβώς απέναντι από το δικό σου. Κάθε μέρα περνάς και μου λες καλημέρα, αλλά ποτέ δεν κοιτάζεις μέσα. Για αυτό και δεν με ξέρεις.
Ξαφνικά ένιωσα σα μικρό παιδί, που μόλις είχε κάνει την αταξία του και οι γονείς του το τιμώρησαν, χωρίς όμως να το δείρουν. Αυτή η τιμωρία πάντα πονάει περισσότερο. Ποσό αγενής ήμουν! Να μην ξέρω σε ποιον λέω καλημέρα; Ντράπηκα και της ζήτησα αμέσως συγγνώμη. Προσπάθησα να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, πως τάχα έφταιγαν τα στόρια που με εμπόδιζαν να την δω, μα η αλήθεια ήταν άλλη… Ήξερα πως μέσα σε αυτό το γραφείο εργαζόταν η πιο άσχημη κοπέλα της εταιρείας. Όλοι μιλούσαν για εκείνη με αποστροφή, μέχρι που της είχαν βγάλει και παρατσούκλι, «Μέδουσα», αν τυχόν την κοιτάξεις, μαρμαρώνεις… Άθελα μου φάνηκα γενναίος και την κοίταξα, πριν καν μου πει ποια ήταν, και δεν μαρμάρωσα… αντιθέτως ένιωσα ένα ζεστό κύμα να ρίχνεται με ορμή στις άκρες των ποδιών μου, για να με παρασύρει προς τα μέσα, στα βαθιά νερά της άγνοιας. Εκείνη είχε ήδη παρασυρθεί και ήταν δεινή κολυμβήτρια, ήθελε να με γνωρίσει περισσότερο και συνέχισε να μου μιλάει, μόνο που αυτή τη φορά, ήμουν σε θέση να την ακούσω…
Κάθε κουβέντα που μου έλεγε την έκλεινα φυλακή, από την πιο απλή μέχρι την πιο σύνθετη. Δεν ήταν λόγια φλερτ, ήταν λόγια ενθαρρυντικά, λόγια που απαξιώνουν τον μισθό των 500 ευρώ και δίνουν νόημα στην ζωή, που ευτυχώς κάποιοι από εμάς δεν την κοστολογούμε. Μέσα σε μερικά λεπτά μ’ έκανε να πιστέψω στον εαυτό μου, δίνοντας μου αμέτρητα παραδείγματα για ανθρώπους, όπου στις πρώτες δυσκολίες που συνάντησαν δεν τα παράτησαν, ούτε απογοητεύτηκαν, απλά ανασυγκροτήσαν τις δυνάμεις τους και συνέχισαν τον αγώνα τους. Ίσως μερικοί να μην δικαιωθήκαν, αλλά το πάλεψαν και κατάφεραν να αντικαταστήσουν την ευθανασία με την αθανασία της θέλησης.
Από εκείνη την ημέρα και έπειτα, πήγαινα καθημερινώς στο γραφείο της και συζητούσαμε για ώρες. Πόσο μου άρεσε να την ακούω. Είχα χτίσει έξι φυλακές μέσα στο μυαλό μου, τόσες χρειαζόμουν για να φυλακίσω κάθε της λέξη. Δεν άφηνα καμία να ξεφύγει, τη συλλάμβανα και την οδηγούσα στο κελί της. Είχα δώσει και αριθμούς στο κάθε κελί, έτσι ώστε όταν θα είχα την ανάγκη να ελευθερώσω τις κουβέντες της, για να νιώσω καλύτερα, έπρεπε να ήξερα πρώτα που τις είχα βάλει. Πόσο μου άρεσαν οι φυλακές μου!
Είχα φτάσει να ξεχάσω πως παίρνω 500 ευρώ και πήρα το θάρρος και της ζήτησα να βγούμε οι δυο μας, ένα ραντεβού και τότε εκείνη… αρνήθηκε και μου εξήγησε πως η δουλειά της είναι, να εμψυχώνει όλους τους εργαζομένους και να τους προετοιμάζει ψυχολογικά για τις απολύσεις, που πολύ πιθανόν ν’ ακολουθήσουν λόγω της οικονομικής κρίσης.
Μαρμάρωσα… την κοιτούσα αποσβολωμένος. Δεν ήξερα, αν ήθελα να μου πει πως πρόκειται ν’ απολυθώ ή να μου επιβεβαιώσει πως είμαι βλάκας; Πως και δεν παρατήρησα τη μεγάλη ταμπέλα με τα τεράστια γράμματα, που είχε έξω από το γραφείο της; Γιατί δεν διάβασα την λέξη ψυχολόγος; Γιατί την κοίταξα στα μάτια; Γιατί την άφησα να με πλησιάσει; Γιατί πήγα και εγώ κοντά της; Αναρίθμητα γιατί… που μόνο η πέμπτη φυλακή μου και το κελί με το νούμερα εικοσιεννέα, μπορούσε να μου απαντήσει…
της Καλλιόπη Βίλλυ Κωτούλα